Ετικέτες

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ


Φέτος το καλοκαίρι δεν πήγα στην Αστυπάλαια. Για την ακρίβεια ποτέ δεν έχω πάει εκεί. Γιατί να πάω φέτος σκέφτομαι. Τα νησιά δε μ’ αρέσουν. Νομίζω θα ήταν οικολογικό να αδειάσουμε καμιά δεκαριά νησιά απ’ τους κατοίκους τους, για να τα έχουμε παρθένα στο μέλλον. Τότε που ο κόσμος θα γίνει μαντάρα. Λέω και συνεχίζω. Τη θάλασσα δεν τη συμπαθώ. Για την ακρίβεια δεν συμπαθώ την κάψα του καλοκαιρινού ήλιου που σε κόβει. Τον ιδρώτα. Όταν ήμουν μικρός τα καλοκαίρια, κάθε μέρα, για πάνω από δύο μήνες, πήγαινα στη θάλασσα με τη μάνα μου. Ακολουθώντας το ίδιο τελετουργικό. Κάθε μέρα. Θυμάμαι ακόμη καθαρά τα βραστά αυγά. Θέλω να πω τη θάλασσα την έχω μπουχτίσει. Αρχές δεκαετίας του 70. Την εποχή εκείνη οι άνθρωποι έπαιζαν πολύ χαρτιά. Όταν αργότερα πήγαινα γυμνάσιο άκουγα απίθανες διηγήσεις για πολύωρες συναντήσεις πρέφας σε ταράτσες, από κείνες που ήταν καλυμμένες με κληματαριές. Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολλοί πουλιατζήδες. Είχαν τους περιστερώνες κυρίως σε ταράτσες. Τα σαλόνια των διαμερισμάτων ήταν συνήθως κλειστά και οι άνθρωποι ζούσαν κυρίως στην κουζίνα.
Μια φίλη της μάνας μου, η Αντωνία, ήταν παντρεμένη με το Φάνη. Ο Φάνης ήταν μάγειρας. Δεν έκαναν παιδιά. Τον Φάνη τον συμπαθούσα. Η μάνα μου όχι, γιατί ήταν αριστερός. Κακόπεσε, έλεγε για την Αντωνία. Ο Φάνης δούλευε παλιά στα καράβια. Μετά σε ένα μαγειρείο, απ’ αυτά που συναντάς σήμερα πολλά στην Πόλη. Στα νησιά δεν συναντάς τέτοια εστιατόρια. Θα έλεγα ότι εκεί είναι περισσότερο επηρεασμένοι από την ιταλική και γαλλική κουζίνα. Θεωρητικά. Γιατί στην πραγματικότητα απλώς τα διαθέσιμα μαγαζιά είναι μικρά. Συχνά στη ζωή η εξήγηση για τα γεγονότα και τα συμβαίνοντα είναι απλή. Αρκεί να είναι κανείς παρατηρητικός και να μην σκέφτεται με κλισέ. Αυτό νομίζω ότι είναι η βάση της επιστήμης.
Φέτος το καλοκαίρι πήγα δύο φορές σε οργανωμένη παραλία. Έφαγα μία φορά μουσακά σε εστιατόριο. Μπήκα στη θάλασσα ελάχιστες φορές. Άκουγα όμως ευχάριστα διηγήσεις από κάποιον που πήγε στην Αστυπάλαια. Με την γυναίκα του και την ενός έτους κόρη τους. Προηγουμένως πέρασαν και από τη Σαντορίνη. Χειροκρότησαν το ηλιοβασίλεμα στην Οία και φύγαν. Μικρός δεν έπαιζα πολύ μπάλα. Δεν ήμουν καλός ούτε μου άρεσε. Καθόμουν όμως με τις ώρες να βλέπω τους άλλους να παίζουν. Τελικά δεν έγινα ούτε προπονητής ούτε αθλητικογράφος. Κάποιο καλοκαίρι είχα περάσει από τη Σύμη. Για λίγες ώρες. Μου άρεσε. Αυτή νομίζω ότι ήταν και η τελευταία ευχάριστη ανάμνησή μου από νησί. Περισσότερο θα έλεγα ότι μου αρέσουν οι μεγάλες πόλεις. Ζω σε μεγάλη πόλη. Σε ένα τμήμα της. Υπάρχουν μεγάλα κομμάτια της που έχω χρόνια να περάσω. Και άλλα που δεν έχω περάσει ποτέ.
Θυμάμαι ένα θεατρικό έργο που είχα δει παλιότερα που πρωταγωνιστούσε ο Πιατάς στο ρόλο μια αχόρταγης γιαγιάς που τελικά έφαγε στην κυριολεξία όλη την οικογένεια. Έπαιζε και ο Τζούμας. Η οικογένεια αυτή ζούσε στην Αργεντινή, μετανάστες από την Ιταλία, που είχαν παλιότερα κάποια περιουσία στο Καταντζάρο. Η λέξη αυτή, Καταντζάρο, ήταν από τις ελάχιστες που έλεγε ο Πιατάς. Στην Ιταλία δεν έχω πάει και μάλλον δεν θα ήθελα να πάω. Ο παππούς μου κάποιο διάστημα, προς το τέλος της ζωής του, είχε καφενείο. Στους Αμπελόκηπους. Ο άλλος παππούς μου διετέλεσε τσαγκάρης και βαφέας υφασμάτων. Δεν γνώρισα κανέναν από τους δύο. Πέθαναν πριν καν γεννηθώ. Δεν ξέρω τι θα άλλαζε στη ζωή μου αν τους είχα γνωρίσει. Την προηγούμενη ημέρα της γέννησής μου πέθανε ο T. S. Elliot. Θα έλεγα ότι από μικρός μέχρι και σήμερα, πολλές φορές, βλέπω με θαυμασμό και έκπληξη το φαινόμενο της ζωής. Όταν ακούω δελεαστικές διηγήσεις για την Αστυπάλαια, ακούω μια φωνούλα μέσα μου που λέει, δεν είναι απαραίτητο να πας μέχρι εκεί.
Δεν ήμουν πάντα έτσι. Ούτε θα έλεγα ότι άλλαξα τελείως.


Θεσσαλονίκη, 23-08-2012

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

"ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΚΕΝΤΡΟ", μια μελέτη για το Σεφέρη

     Είναι καιρός που έψαχνα το κείμενο - μελέτη του Ζήσιμου Λορεντζάτου για τον Γ. Σεφέρη. Είχα βρει ένα τμήμα του στο διαδίκτυο. Στα βιβλιοπωλεία ήταν εξαντλημένο. Μόνο ένα αντίγραφο, μιας ακριβής  για μένα επανέκδοσης. Στο βιβλιοπωλείο του Ραγιά, στην πλατεία Αγίας Σοφίας. Τελικά βρήκα ένα αντίγραφο στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του Δήμου Θεσσαλονίκης. Έκδοση του 1967. Το διάβασα. Μέσα στο βιβλίο υπήρχε ένα χαρτάκι, 11,50 επί 7,50 περίπου εκατοστά, κιτρινισμένο από το χρόνο. Έγραφε με γράμματα τρεμουλιαστά γραμμένα, όπως έγραφαν παλιότερα οι καλλιγράφοι, "Κτυπήστε νά σάς πληρώσουμε το γάλα". 
     Το κείμενο για το Σεφέρη μνημειώδες. Θα έπρεπε να διδάσκετε. Δεν γνωρίζω αν αυτό γίνεται και που. Στην εποχή μας έχω την αίσθηση ότι δεν τολμάμε να λέμε τη γνώμη μας και να την γράφουμε. Για πολλούς λόγους. Φόβος ανασφάλεια, δεν ξέρω. Το αποτέλεσμα είναι τελικά να μονοπωλούν την κουβέντα οι θρασείς, που δεν είναι και οι καλύτεροι. Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού.

     Θεσσαλονίκη, Αύγουστος 2012