Ετικέτες

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2019

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ


Ημέρα 1. 
Διαβάζω στα γρήγορα κείμενα άλλων και προσπαθώ να καταλάβω τον ειρμό τους. Πώς πάνε παρακάτω την ιστορία. Γιατί χρησιμοποιούν τις συγκεκριμένες λέξεις. Τα περισσότερα που διαβάζω είναι μεταφράσεις στα ελληνικά, οπότε θα έλεγα ότι στον τομέα αυτόν ελάχιστα κερδίζω. Ο συγγραφέας δεν γράφει έτσι. Δεν γράφει αυτό που διαβάζω.
Ένας άνδρας πεθαίνει. Καθώς πεθαίνει αισθάνεται τον εαυτό του να απομακρύνεται από τον χώρο που βρίσκεται. Είναι δωμάτιο νοσοκομείου, πεδίο μάχης, κρεβατοκάμαρα, δεν ξέρω. Απομακρύνεται από τα γεγονότα, τις εικόνες, τους  ανθρώπους, καθώς όλα γύρω μαυρίζουν και ασπρίζουν ταυτόχρονα. Έρχονται στο νου του περιστατικά της ζωής του. Εικόνες της παιδικής ηλικίας, όπου έβλεπε στο ύψος των ματιών του, φουστάνια και παντελόνια, σπανίως πόδια. Πόδια ανθρώπων, οικείων, περαστικών αλλά και πόδια τραπεζιών, σκαλιστά περασμένα με μαύρο γυαλιστερό βερνίκι. Θυμάται τα παντελόνι, τα μάλλινα υφάσματα. Αλλά και μάλλινα παλτά, καμπαρντίνες. Άλλα τραχιά αλλά μαλακά στην αφή. Ξύλινα πλαίσια βιτρινών και μέσα σκονισμένα προϊόντα . Θυμάται τα πόδια του όταν παιδί περπατούσε. Κυκλοφορούσε συχνά σκυφτός, έχοντας ίσως από μικρός μια τάση για ενδοσκόπηση, εσωτερική παρατήρηση. Αργότερα, στο γυμνάσιο, του άρεσε η έκφραση μονήρης αμαρτία που την άκουσε από κάποιον φιλόλογο στο μάθημα των Νέων Ελληνικών.
Όλα στη ζωή δεν είναι λογοτεχνία. Η συγγραφή μπορεί να είναι και φιλοσοφία ή καταγραφή των εντυπώσεων της ζωής. Κάτι σαν ημερολόγιο, παρατηρήσεις για όσα συμβαίνουν ή για όσα συνέβησαν, προσπάθεια να ξαναγραφούν όλα απ’ την αρχή. Διόρθωση της ροής του χρόνου και τέτοια. Όσο αυτό είναι εφικτό, στο μέτρο που ξέρουμε στα σίγουρα τι συνέβη, τι μας συμβαίνει.  
Αυτός είχε την ικανότητα να αναλύει τα γεγονότα, τις συμπεριφορές, τα συναισθήματα κατακερματίζοντάς τα σε βασικά δομικά στοιχεία. Μικρά τουβλάκια, σαν παιδικό παιχνίδι, ώστε τα τεκταινόμενα να θυμίζουν μεγάλες κατασκευές, κατάλληλες για μουσεία, παιδικές χαρές, πάρκα όπου οι οικογένειες διασκεδάζουν, είναι μαζί.
Όχι δεν είναι πάσα για να μιλήσω για την οικογένειά του. Παραδόξως δεν αισθανόταν ότι είχε οικογένεια. Δηλαδή έβλεπε τον εαυτό του αυθύπαρκτο, κάτι που νομοτελειακά θα συνέβαινε την δεδομένη χρονική περίοδο. Μικρός είχε την αίσθηση του σκοπού, της αποστολής. Η ζωή του φάνταζε να έχει ένα νόημα και ο ίδιος το είχε καταλάβει. Αυτό του άρεσε. Από που προκύπτει αυτό δεν ξέρω. Ουσιαστικά δεν ξέρω την αιτία της φλυαρίας μου. Επανέρχομαι, δηλαδή δεν μπορώ να το δικαιολογήσω. Πως ένα μικρό παιδί να έχει την αίσθηση μιας αποστολής στη ζωή. Μια αίσθηση καθήκοντος και σκοπού. Κάποιος θα έλεγε ότι ήταν μια επινόηση του παιδιού να ξεφύγει ίσως από τις κακές συνθήκες στις οποίες ζούσε. Μια ασπίδα, ένα τείχος προστασίας που ο ίδιος ύψωνε γύρω του, μια ψευδαίσθηση παντοδυναμίας.
Η αλήθεια είναι οτι μεγάλωνε σε ένα φτωχικό σπίτι. Του έλλειπαν κάποια υλικά πράγματα, τα οποία έβλεπε να υπάρχουν σε άλλα σπίτια, να τα έχουν άλλα παιδιά. Θα έλεγε κανείς οτι ζήλευε. Ναι, μάλλον ζήλευε. Όμως αυτός είχε την αποστολή του, χωρίς να ξέρει ποιά ήταν αυτή. Κατά μια έννοια η αίσθηση μιας αποστολής, ενός σκοπού είναι η χάραξη ενός μονοπατιού σε πυκνό δάσος του μέλλοντος, του χρόνου που έρχεται.  Μονοπάτι που τα πολλά περπατήματα ίσως το κάνουν δρόμο. Στρώσιμο ενός χαλιού μπροστά. Μια αίσθηση ασφάλειας και οικείου.
Την ώρα του θανάτου δεν αισθανόταν καθόλου έτσι. Αλλά αυτό είναι κάτι άλλο, άλλης τάξεως. Γιατί όπως και να είναι, έτσι είναι. Όπως είναι. Και είναι τώρα. Αμέσως μετά ήταν κι αυτό δεν αλλάζει. Επομένως δεν έχει σημασία τι δεν έκανα καλά, σκέφτηκε. Βλέποντας τα πάντα να απομακρύνονται και τον ίδιο να μπαίνει σε μια γλυκιά, γυάλινη ακινησία. Απουσία χρόνου και σκοπού. Τίποτα.
Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα όνειρο του ήρωα στην ενήλικη πλέον ζωή του. Καλοκαίρι, μια εποχή πριν την μαζική τοποθέτηση κλιματιστικών στα σπίτια. Εποχή που το καλοκαίρι ίδρωναν πολύ. Τι είχε γίνει η αίσθηση σκοπού την εποχή εκείνη. Και εγώ, ο γράφων, πόσες φορές ακόμη θα μπορέσω να σώσω την πλοκή, τη δυνατότητα να πάω παρακάτω, να γράψω κάτι ακόμα.
Κάποτε είχε μια αίσθηση μια αίσθηση ότι στη ζωή απλώς μεταθέτουμε για το μέλλον τις απαντήσεις για τα βασικά ερωτήματα. Της ζωής. Το μοτίβο αυτό θα μπορούσε να έχει εφαρμογή και στην κοινωνία. Η ορμή της ζωής, η αδράνεια του παρελθόντος, το βέλος προς τα εμπρός στο μετά του χρόνου τι νόημα έχει; Απλώς υπάρχει, ή ψάχνει να συναντήσει ένα τέλος, μια ολοκλήρωση, μια τακτοποίηση, ή από την άλλη, το πλήρες χάος, την πλήρη καταστροφή, το μια ώρα αρχύτερα, την ανυπαρξία. Μια επιστροφή στις ρίζες κατά μια έννοια.

Ημέρα 2.
Καρφώνεται στο νου μου η φράση, του διαβόλου το κιτάπι. Αν κάποιος θα είχε κιτάπι, σκέφτομαι, αυτός θα ήταν ο Θεός. Αυτός, σε αυτόν καλύτερα, έχουμε προσδώσει ιδιότητες όπως αυτή του καταγραφέα, του ελεγκτή, του κανονιστή, του αρχιτέκτονα του σύμπαντος. Ο διάβολος κάνει ότι κάνει, μάλλον χωρίς πρόγραμμα, όπως τύχει, όπου τύχει και σε όποιον τύχει. Τύχη δεν υπάρχει. Αυτό όμως είναι ένα άλλο θέμα. Σε αντίθεση με την αρχική φράση, θα προτιμούσα μια φράση όπως του διαβόλου το τηγάνι ή του διαβόλου το πηγάδι. Εξηγούμαι. Το τηγάνι σαν σκεύος είναι λιγότερο οικογενειακό σε αντίθεση με την κατσαρόλα ή το ταψί. Αν ο διάβολος έχει σχέδιο, σχέδιο να μας καταστρέψει, θα μας τάιζε όλη μέρα τηγανιτά φαντάζομαι. Το τηγάνι είναι το σκεύος του εργένη, της ταβέρνας του εύκολου φαγητού. Του διαβόλου θα του πήγαινε γάντι.
Το πηγάδι τώρα. Κατ’ αρχήν είναι κάτω. Δηλαδή πιο κάτω από όπου συνήθως κινούμαστε. Είναι σκοτεινό και επικίνδυνο. Κάτω κόσμος. Με την ευρύτερη έννοια διαβολικό. Το πηγάδι βέβαια πάντα υπακούει σε κάποιους κανόνες. Είναι μερικώς προβλέψιμο. Ως προς τη γεωμετρία του τουλάχιστον. Εκτός αν είναι ένα πηγάδι παλιό, μισοκατεστραμένο, παρατημένο, με πλαϊνές τρύπες. Με δίοδο σε παρακείμενους ασύλητους τάφους που προϋπήρχαν της κατασκευής του και ούτω καθεξής.
Ένα τηγάνι λοιπόν, μπορεί να πει κάτι περισσότερο για τους ανθρώπους. Για τις σχέσεις τους ή τις συνήθειές τους, που με τη σειρά τους θα λένε ή θα υπονοούν άλλα πράγματα. Η λειτουργία του συνειρμού. Το πηγάδι είναι αφορμή να μιλήσει κάποιος για τόπους, για μέρη όπου συμβαίνουν ή συνέβησαν απαίσια πράγματα σε αθώους ή όχι ανθρώπους. Ατυχήματα, οικογενειακές τραγωδίες, πόνος.
Ο ήρωάς μου θυμάται, στην εξέλιξη της ιστορίας, ότι το Πυθαγόρειο της Σάμου παλαιότερα λεγόταν Τηγάνι, γεγονός που εν μέρει καταρρίπτει την θεωρία ότι το τηγάνι δεν είναι αφορμή για να μιλήσει κάποιος για τόπους. Όπως το πηγάδι.
Ο ήρωας, αυτός που θα πάει την ιστορία μπροστά στο χρόνο, ενίοτε και πίσω, ο συγκεκριμένος, είναι αυτό που λέμε καλό παιδί. Κάποτε του το είπαν και δεν του άρεσε. Τι πιθανότητες έχει ένα καλό παιδί να είναι ο ήρωας μιας καλής ιστορίας. Ο πρωταγωνιστής. Μάλλον λίγες. Άρα η λύση αυτή, αν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια, εγκαταλείπεται. Ο ήρωας δεν είναι καλό παιδί. Καλύτερα, έχει πολλά κακά, έχει τις κακές του στιγμές και τις κακές του περιόδους. Τώρα και στο παρελθόν. Όταν ο χρόνος του ρήματος αλλάζει και από ενεστώτας γίνεται αόριστος, παρακείμενος, υπερσυντέλικος. Έχει ένοχα μυστικά. Καλά κρυμμένα στις πτυχώσεις, τις δίπλες του χρόνου, της μνήμης, που άλλοτε μοιάζει με καλά τυλιγμένο χαλί και άλλες φορές σαν πατσβουρόπιτα ή στριφτή πίτα ή άπλυτο ρούχο που πετάχτηκε βιαστικά στον κάδο. Στον κάδο με τα άπλυτα. Εκεί που τα ρούχα και τα υπόλοιπα περιμένουν τη σειρά τους για πλύσιμο. Και μετά σίδερο και επιστροφή στην κανονικότητα. Την κανονικότητα των ρούχων και των υφασμάτων. Σκέφτομαι αν υπάρχει αντίστοιχη διαδικασία στη μνήμη, τη συνολική λειτουργία της, που μπορεί κάποιος να πει ότι μοιάζει στο πλύσιμο. Ειδικότερα στο πλύσιμο στο χέρι, διαδικασία που έχει τουλάχιστον μεγαλύτερη ιστορία, δεδομένου ότι το πλυντήριο είναι σχετικά καινούργια εφεύρεση.
Θέμα προς διερεύνηση, ίσως, ο τρόπος γραφής μου. Γιατί γράφω έτσι; Μήπως γιατί ανακαλύφθηκε το πλυντήριο. Και το πλυντήριο. Όπως και πολλά άλλα. Μηχανήματα, συσκευές, ουσίες και διαδικασίες. Μια κανονική ιστορία τι θα είχε να πει. Οι ιστορίες που γράφουμε τις έχουμε συνήθως ζήσει. Ή τις έχουμε δει να εξελίσσονται δίπλα μας. Σε γείτονες, φίλους, συγγενείς, συναδέλφους ή σε άλλους, πιο πέρα από μας. Αφορούν τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο.
Θα κρατήσω αυτά για το χρόνο της ιστορίας. Ο χρόνος είναι μια γοητευτική έννοια, μαζί με τη βαρύτητα Σημειωτέον ότι η βαρύτητα υπάρχει και εντός των πηγαδιών, όπου συνεχίζει κανείς να πέφτει μέχρι να βρει πάτο. Αντιλαμβάνομαι ότι ο άνθρωπος, όπως και τα ζώα εκτός των πουλιών, απαλλάσσεται του βραχνά της βαρύτητας όταν κολυμπά. Δηλαδή θα μπορούσε κανείς να πει οτι οι άνθρωποι, τουλάχιστον στον κόσμο όπως τον ξέρουμε, κολυμπούν όχι για κάποιον άλλο λόγο, αλλά για να απαλλαγούν, έστω και πρόσκαιρα, παροδικά, από αυτόν τον βραχνά, την υποχρέωση απέναντι στους φυσικούς νόμους, που γενικά ονομάζουμε βαρύτητα. Η αλήθεια είναι ότι προσωπικά δεν έχω νοιώσει κάτι ιδιαίτερο όταν κολυμπώ, ούτε έχω συνδέσει το κολύμπι με κάτι αφύσικο ή υπερφυσικό ή απόκοσμο. Ο ήρωάς μου λοιπόν θα μπορούσε να έχει ανακαλύψει κάτι στο κολύμπι, στη διαδικασία, που να είναι ολοφάνερο αλλά κανείς ποτέ δεν μίλησε γι’ αυτό. Γιατί δεν το είδε, δεν το ένοιωσε. Ή ο ήρωας να ανήκει σε μια σπάνια κατηγορία ανθρώπων που έχουν αυτήν την ικανότητα.
Η ιστορία λοιπόν ξεκινάει καλοκαίρι. Δεδομένο.