Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013
Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013
ΕΝΘΟΥΣΙΩΔΗΣ
Ενθουσιώδης. Αυτή τη λέξη βρήκα για να
τον χαρακτηρίσω. Σκοτώθηκε την ίδια ημερομηνία με τον πατέρα μου: 22
Δεκεμβρίου. Με διαφορά 28 χρόνια. Ο πατέρας μου δε σκοτώθηκε. Πέθανε ξαφνικά
από καρδιά. Κάποτε πήγαμε στο σπίτι του και μου έκανε εντύπωση πώς καθόταν ο
πατέρας του πάνω στο ντιβάνι της κουζίνας. Ενώ η μασίνα έκαιγε δυνατά. Πέρυσι
όταν πήγα στην Κωνσταντινούπολη, δε θυμάμαι πού, μάλλον σε κάποιο μουσείο,
είδα κάτι γκραβούρες που έδειχναν πασάδες να κάθονται με τον ίδιο τρόπο.
Ανατολίτικος τρόπος μάλλον. Στον τοίχο πρέπει να υπήρχε κρεμασμένο κι ένα
κιλίμι. Πολύχρωμο. Η οικογένειά του πρόσφυγες από τον Πόντο. Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι τους μεγαλύτερους, όταν πλένονταν στη βρύση, να δίνουν μεγάλη έμφαση
στην περιοχή πίσω από τα αφτιά. Άλλη ανατολίτικη συνήθεια. Δεν είμαι σίγουρος
αν τότε που πήγα στο σπίτι του είχε πεθάνει ήδη ο πατέρας μου. Κάθισα μια
βραδιά στο σπίτι του. Επαρχία. Την εποχή εκείνη τη μισούσα. Κυρίως το χωριό της
μάνας μου. Δεν ήθελα να πηγαίνω εκεί. Τότε συνήθως στις κουζίνες υπήρχε ένα
ντιβάνι. Αυτά που είχαν μεταλλικό σκελετό και λάμες με σούστες. Από πάνω ένα στρώμα
βαμβακερό, σαν εκείνα που τα αφράτευαν οι παπλωματάδες. Κάποτε είχα δει έναν επί το έργο
και μου έκανε εντύπωση. Σε τέτοιο ντιβάνι κοιμόμουν όταν ήμουν παιδί. Η μάνα μου κάτω από το στρώμα έβαζε κιλίμια. Υφαντά. Τα είχε υφάνει μόνη της στα νιάτα της. Η κηδεία ήταν Κυριακή. Μου τηλεφώνησε το Σάββατο το
απόγευμα ένας κοινός φίλος. Τράκαρε μάλλον με τη μηχανή, πρέπει να πάμε, μου
είπε. Τελικά πήγα με κάποιον άλλον. Είχε ήλιο εκείνη τη μέρα. Μου πήρε σχεδόν
μιάμιση ώρα να διασχίσω την Τσιμισκή. Πολύς κόσμος στην κηδεία. Φτάσαμε περίπου
μισή ώρα πριν τον φέρουν. Οι γονείς του ζούσαν και οι δύο. Γέροι. Ο πατέρας του
φώναξε κάτι όταν τον έφεραν. Δεν κατάλαβα. Εφτά παπάδες. Η γυναίκα του. Τα
παιδιά δεν τα έφεραν στην εκκλησία. Όσο κρατούσε η τελετή έρχονταν στο νου μου
διάφορα. Το παθαίνω κάθε φορά που είμαι στην εκκλησία. Τελευταία φορά μιλήσαμε
στο τηλέφωνο στη γιορτή μου. Λίγες μέρες πριν. Όταν ήρθε η ώρα να τον χαιρετήσουμε,
του έπιασα το κρύο μέτωπο και το φίλησα. Στο μέτωπο είχε σημάδια από το
χτύπημα. Αποτύπωμα της επένδυσης του κράνους. Πολύς κόσμος. Δε μείναμε στην
ταφή. Ο άλλος ήθελε να φύγουμε. Δικό του το αυτοκίνητο, οπότε υπέκυψα. Στην επιστροφή
σταματήσαμε στα Γιαννιτσά για καφέ. Στον κεντρικό πεζόδρομο είδα το παγοδρόμιο.
Εκεί που χθες πέθανε μια δωδεκάχρονη. Τα αίτια ερευνώνται, έγραφε η είδηση. Τα
Γιαννιτσά ήταν σπουδαία πόλη σε άλλες εποχές. Μετά τα Γιαννιτσά είχε σχεδόν
βραδιάσει. Όταν είμαστε φοιτητές, έμενε σε ένα ημιυπόγειο κοντά στο
πανεπιστήμιο. Τότε γνώρισε τη γυναίκα του. Από πάνω ζούσε ένας λαχειοπώλης,
χαρακτηριστική φιγούρα της πόλης εκείνη την περίοδο. Περπατούσε με πατερίτσες. Αρχές
της δεκαετίας του 80. Ο λαχειοπώλης έτρωγε πολύ ξύλο από τη γυναίκα του. Τη
συμβία του, αν δεν ήταν παντρεμένοι. Αυτός ανήμπορος, αυτή νταρντάνα. Πρέπει να
της έκρυβε λεφτά. Τους ακούγαμε τα βράδια. Πέμπτη ή Παρασκευή πριν την κηδεία,
δε θυμάμαι πώς το’ φερε η κουβέντα, έλεγα σε συναδέλφους στη δουλειά την
ιστορία με το λαχειοπώλη. Δίπλα στο ημιυπόγειο διαμέρισμα, σε ένα μικρότερο,
έμενε μια κοπέλα. Φοιτήτρια από την Αθήνα. Η Μαρία. Κάποια βραδιά μείναμε ξύπνιοι στο
σπίτι του μέχρι το πρωί. Όταν ξημέρωσε μου λέει. Πάμε στο Φίλυρο; Πήγαμε μέχρι
την Αριστοτέλους με τα πόδια. Εκεί, στη στάση μπροστά στο ζαχαροπλαστείο "Κοζάνη", πήραμε το αστικό. Ενθουσιώδης. Αυτό ήταν. Και ήταν φορές που τον ζήλευα
γι' αυτό.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)