Δύο
μνημόσυνα και γω ανάμεσα. Μαύρα ρούχα. Και άλλα χρώματα. Σε αξεσουάρ. Τσάντες,
τσαντάκια. Κυρίως γυναίκες. Ξαδέρφια που βρίσκονται μετά από πολύ καιρό. Τι
κάνουν τα παιδιά; Τι σπουδάζουν; Κάποιους τους ενοχλεί το αεράκι. Ο δρόμος έχει
κίνηση. Κόρνες. Ένα δίωρο ανάπαυλα. Μια αφορμή για ένα κείμενο. Πίνοντας καφέ.
Ανάμεσα σε δύο μνημόσυνα. Ο μοναδικός πελάτης εκτός μνημοσύνων. Δεκατέσσερα σε τρεισήμισι χρόνια. Κάτι τέτοιο έγινε σε
μια γνωστή της διπλανής. Δεν μπόρεσα να καταλάβω το συμβάν. Ή το γεγονός, που
συνέβη δεκατέσσερις φορές σε τρεισήμισι χρόνια. Το πηλίκο της διαίρεσης είναι
τέσσερα. Τέλεια διαίρεση. Άρα ύποπτη η κουβέντα. Ως προς την αλήθεια της. Στη
ζωή οι διαιρέσεις δεν είναι τέλειες. Πάντα κάτι περισσεύει ή λείπει. Υπόλοιπα.
Και τα υπόλοιπα δεν αθροίζονται γιατί ανήκουν σε διαφορετικές διαιρέσεις. Όπως
δεν μπορούν να ενωθούν τα δύο μνημόσυνα. Το ένα πάνω στη βεράντα, το άλλο στο
κάτω επίπεδο. Τι θα γινόταν αν αθροίζονταν τα υπόλοιπα. Αν επιτρεπόταν να
συμβεί αυτό. Κάθε υπόλοιπο έχει μια ταυτότητα. Είναι το προϊόν κάποιας
συγκεκριμένης διαίρεσης. Όπως τα ρετάλια ξύλου και μετάλλου στο εργαστήριο ενός
ξυλουργού, ενός σιδερά. Ξύλο και μέταλλο όμως μπορούν να συνυπάρξουν. Όπως στα
μοντέρνα μικροέπιπλα. Αυτά που βλέπω στα μαγαζιά της Βασιλέως Ηρακλείου. Δίπλα
στα λουλουδάδικα. Προς τη Βενιζέλου. Έπιπλα που αποπνέουν μια βιομηχανική
αίσθηση. Τα ξύλα έχουν πάνω τους μεγάλα μαύρα γράμματα. Σαν κομμάτια από
μεγάλες ξύλινες συσκευασίες μηχανημάτων. Σαν να βρίσκεσαι σε κάποιο εργοστάσιο.
Απ’ αυτά που έκλεισαν. Ενθύμια θα μπορούσε να ήταν. Τα έπιπλα αυτά. Τα
μνημόσυνα. Δεν ξέρω για ποιους ή ποιες είναι. Ετήσια ή σαράντα. Δεν ξέρω. Οι
νεκροί τι δουλειές έκαναν. Τι έπιπλα τους άρεσαν. Αν η αγαπημένη τους πράξη
ήταν ο πολλαπλασιασμός ή η διαίρεση. Η πρόσθεση ή η αφαίρεση.