Ετικέτες

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ


Ο πατέρας της ήταν μαρμαράς. Θα έλεγε κανείς πως κάποιος πρόγονός του ήταν γύφτος. Τόσο μαυριδερός ήταν. Ο Τάκης ο αφρικάνος. Έτσι τον έλεγαν πίσω από την πλάτη του. Στο εργοστάσιο. Όταν ήταν σε λειτουργία όλοι όσοι δούλευαν εκεί ήταν συγγενείς. Εσωτερικοί μετανάστες από το ίδιο χωριό. Μετά πέρασε ο κεντρικός δρόμος από κει και το γκρέμισαν. Η Σοφία όμως, η κόρη του, πήρε από τη μάνα της. Η κυρά Γεωργία. Αρχοντογυναίκα. Από ένα χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη. Ντόπια. Εργαστήριο και σπίτι απέναντι σχεδόν από την είσοδο των σφαγείων. Μπροστά η αυλή, στρωμένη με σπασμένα μάρμαρα, για να μην λασπώνει το χειμώνα. Το καλοκαίρι το φως πέφτοντας πάνω στα άσπρα μάρμαρα έφτιαχνε ένα απόκοσμο σκηνικό, σαν από ταινία του Δαμιανού.  Στην έκτη δημοτικού η Σοφία άλλαξε σχολείο. Τριθέσιο, απέναντι από το Φιξ. Έτσι συναντήθηκαν. Μοναχοπαίδια και τα δύο, μάλλον καλομαθημένα. Έκαναν παρέα στο σχολείο. Μετά τους πρώτους μήνες, τις Κυριακές, αν ο καιρός ήταν καλός, ο Πρόδρομος με τη μάνα του πήγαιναν επίσκεψη στης Σοφίας. Τα παιδιά έβγαιναν στην αυλή. Συνήθως δεν έπαιζαν, περισσότερο συζητούσαν κάτω από το μοναδικό πεύκο βλέποντας τα αυτοκίνητα να περνούν.  Οι επισκέψεις συνεχίστηκαν και το καλοκαίρι. Αραιότερα. Την επόμενη χρονιά πήγαν σε διαφορετικά γυμνάσια. Οι συναντήσεις τους αραίωσαν.  Στη δευτέρα γυμνασίου, ξεκίνησαν αγγλικά, στο μοναδικό φροντιστήριο της περιοχής απέναντι από το σιδηροδρομικό σταθμό, στο ίδιο τμήμα. Το σπίτι του Πρόδρομου ήταν κάπου ανάμεσα, οπότε όταν είχαν μάθημα η Σοφία πήγαινε στο σπίτι του Πρόδρομου με τη μάνα της και μετά συνέχιζαν μαζί με τα πόδια, ενώ οι μανάδες τους έμεναν πίσω για καφέ και κουβέντα. Είχαν περισσότερο χρόνο οι άνθρωποι τότε. Η διαδρομή μέχρι το φροντιστήριο ήταν περίπου είκοσι λεπτά. Δύο φορές την εβδομάδα. Κανονικό ραντεβού. Κάποια μέρα, πριν από τα Χριστούγεννα, στο γυρισμό, τού έπιασε το χέρι. Του άρεσε. Μετά από μερικές μέρες, κάπου στη Μοναστηρίου χώθηκαν στην σκοτεινή είσοδο ενός ξυλουργείου και φιλήθηκαν. Η περιπέτεια είχε αρχίσει. Το εικοσάλεπτο της επιστροφής έγινε μισάωρο και κάποιες φορές σαραντάλεπτο. Είχαν εντοπίσει τις διαθέσιμες σκοτεινές κρυψώνες στη διαδρομή και κάθε φορά σταματούσαν σε διαφορετικό μέρος για να μη δίνουν στόχο. Ο Πρόδρομος είχε πει σε γενικές γραμμές το τι γινόταν στο φίλο του τον Καρυώτη κι αυτός όλο ενθουσιασμό τον συμβούλευε. Είχε μεγαλύτερο αδερφό αυτός και άκουγε περισσότερα. Κάπου στις Απόκριες όμως τα πράγματα άλλαξαν. Ο πατέρας της Σοφίας αγόρασε αυτοκίνητο, Φίατ 127 μεταχειρισμένο, οπότε την πήγαινε και την έφερνε πλέον αυτός. Παρ’ όλη την πρόοδο της τεχνολογίας και την αλλαγή των ηθών η πορεία τους από εκεί και πέρα ήταν κοινή. Τελικά μετά από κάποιες περιπέτειες παντρεύτηκαν δεκαπέντε χρόνια μετά. Αγόρασαν ένα διαμέρισμα στη Νεάπολη. Μαθημένοι στην ανοιχτωσιά η ζωή στο διαμέρισμα τους φάνηκε δύσκολη στην αρχή. Σύντομα ήρθε και ένα παιδί. Αγόρι. Τρία χρόνια αργότερα και μια κόρη. Ο Ηλίας και η Γεωργία. Το σπίτι τους μάλλον απλό. Το αγόρασαν καινούργιο. Η μάνα της Σοφίας πούλησε ένα χωράφι, έβαλαν και μετρητά. Αισθητική της δεκαετίας του ογδόντα, οδεύοντας για ενενήντα. Τα έπιπλα τα έκαναν στου Καρυώτη. Το φιλαράκι του Πρόδρομου, που πήρε το επιπλοποιείο του πατέρα του. Προθυμοποιήθηκε μάλιστα να τους παντρέψει αυτός. Αλλά ο Πρόδρομος φοβήθηκε ξέροντας τι μπήχτης ήταν ο Καρυώτης.  Έτσι ήταν ο Πρόδρομος. Φοβόταν. Το ήξερε αυτό η Σοφία και της άρεσε. Το είχε καταλάβει και η μάνα της. Όλο και της πετούσε κάτι μπηχτές. Δεν τα πήγαιναν πολύ καλά οικονομικά. Η Σοφία δούλευε λογίστρια στη λαχαναγορά ενώ ο Πρόδρομος ηλεκτρολόγος. Υπάλληλος σε εμπορικό. Τα απογεύματα και τα Σαββατοκύριακα έκανε και κανένα μερεμέτι. Προσπάθησε να μπει στη ΔΕΗ αλλά δεν τα κατάφερε. Για τη ΔΕΗ του έλεγε ο Μπούτσκος, το άλλο φιλαράκι του. Αυτός ήταν καλός στο πάκμαν. Κάθε απόγευμα στην Επτάλοφο, χαμηλά μετά τη γέφυρα. Μετά το γάμο ο Πρόδρομος πήγαινε στην Επτάλοφο μόνο τις Κυριακές. Το στέκι τώρα είχε μεταφερθεί στην πλατεία. Το φραπόγαλο αντικαταστάθηκε από φρέντο. Τα χρόνια περνούσαν. Η κατάσταση δεν άλλαζε ιδιαίτερα. Το πάκμαν ξεπεράστηκε. Τα ηλεκτρονικά παιχνίδια γίνονταν όλο και καλύτερα.  Τα γραφικά, η κίνηση των ηρώων. Ο Πρόδρομος έβλεπε τον γιό του να καλωδιώνεται κανονικά και όλο του φώναζε. Τι μέλλον θα έχουν αυτά τα παιδιά σκεφτόταν. Γιατί ο Πρόδρομος εκτός από φοβητσιάρης που ήταν, ανησυχούσε για τα πάντα. Ιδίως για τα παιδιά του. Σε τίποτα δεν έμοιασε τον πατέρα του. Τον Ηλία. Ο Ηλίας ήταν ο πρώτος που πέθανε από τα συμπεθέρια. Δουλεμένος άνθρωπος όπως έλεγε η μάνα του Πρόδρομου. Η Βασίλω. Είχε βγει στη σύνταξη στα εξήντα ένα. Αναπηρική. Ήταν η χρονιά που γεννήθηκε ο εγγονός του. Δούλευε από δώδεκα χρονών. Είχε δουλέψει στη Γερμανία, μετά στην Αθήνα και κατέληξε στη Θεσσαλονίκη. Μέχρι και στο ΣΕΚ δούλεψε. Αφορμή για τη σύνταξη στάθηκε ένα ατύχημα που είχε στη δουλειά. Έσκασε ένα βαρέλι και το καπάκι τον κτύπησε στο κούτελο. Δεν έπαθε τίποτα ιδιαίτερο αλλά το εκμεταλλεύτηκε.  Μην είσαι κορόιδο Ηλία του έλεγε ο Τάσος στο καφενείο. Ο Τάσος δούλευε στο ΑΓΝΟ και είχε βγει στη σύνταξη στα σαράντα εφτά του. Πλήρη σύνταξη. Δώδεκα χρόνια έζησε σαν συνταξιούχος ο Ηλίας. Τελευταία σπάνια έβγαινε από την αυλή. Δεν τον βαστούσαν πια τα πόδια του. Έφυγε μέσα σε μερικές μέρες. Δεκέμβρης ήταν, προπαραμονή Χριστουγέννων. Ο Πρόδρομος έκλαψε πολύ στην κηδεία. Ο πρώτος δικός του άνθρωπος που έχανε. Ήταν πλέον σαραντάρης. Ευτυχώς που είχε τη Σοφία. Αυτή τον στήριζε. Κάποτε της είχε πει πως αν δεν την γνώριζε δεν θα κατάφερνε τίποτα στη ζωή του. Την αγαπούσε πολύ. Τα παιδιά μεγάλωσαν ο Ηλίας αποδείχτηκε πολύ προκομμένο παιδί. Τα έπαιρνε τα γράμματα. Έγινε τελικά γιατρός. Η Γεωργία παντρεύτηκε έναν μεξικανό αρχαιολόγο, τον Λουί, που τον γνώρισε σε πρόγραμμα ανταλλαγών στο πανεπιστήμιο. Εγκαταστάθηκαν τελικά το Μπαθ της Αγγλίας. Πολύ τον πείραξε τον Πρόδρομο. Αλλά το αποδέχτηκε τελικά. Ο Πρόδρομος χαιρόταν για τα παιδιά του, ένιωθε ότι έκαναν ότι πρέπει να κάνουν όλα τα παιδιά. Να ξεπεράσουν τους γονείς τους. Ο Πρόδρομος κατά βάθος ήταν πολύ συντηρητικός άνθρωπος. Δεν του άρεσαν οι αλλαγές.   Η Σοφία ήταν αλλιώς. Αυτή ήταν η κολώνα της οικογένειας. Αυτή έπαιρνε τις αποφάσεις. Τα παιδιά έφυγαν από το σπίτι. Το διαμέρισμα πλέον τους φαινόταν μεγάλο. Μιλούσαν με την κόρη τους στην Αγγλία βλέποντάς την ζωντανά στην οθόνη και τον Πρόδρομο τον έπιανε το παράπονο. Δεν είχε καταφέρει να μάθει τις νέες τεχνολογίες. Το Skype. Και ανησυχούσε. Για τον εγγονό του τον Μάκη. Που τον έβλεπε συνήθως τις Κυριακές. Έτσι ήταν ο Πρόδρομος. Φοβόταν και ανησυχούσε. Αλλά είχε τη Σοφία για στήριγμα. Τη Σοφία του. Που έφυγε πρώτη. Λίγο μετά τα ογδόντα. Βασανίστηκε. Δύο ατέλειωτα χρόνια. Τη θάψανε καλοκαίρι. Ιούλιος. Ήρθαν και τα παιδιά από την Αγγλία. Μια βδομάδα μετά ο Πρόδρομος με τον γιό του πήγαν στο μαρμαράδικο, απέναντι από το νεκροταφείο για τον τάφο. Διάλεξαν τα υλικά, κανόνισαν την τιμή και πηγαίνοντας προς το αυτοκίνητο, ο ήλιος που λαμπύριζε πάνω στα λευκά μάρμαρα τον τύφλωσε. Γύρισε το κεφάλι ψάχνοντας μάταια για τη Σοφία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου