Έχω πάρει ξηρούς
καρπούς απ’ το Μενεξόπουλο και γυρίζω περπατώντας αργά προς το γραφείο. Ανοίγω
τα στραγάλια, παίρνω μερικά και συνεχίζω. Είναι έντεκα, μένουν άλλες τέσσερεις
ώρες δουλειάς. Δε βιάζομαι. Η Φράγκων είναι απόλαυση αυτή την ώρα. Το βλέμμα
μου πλανιέται στα υδραυλικά, μετά στα κηπουρικά, στα ηλεκτρολογικά, στα εργαλεία.
Τότε τον βλέπω να έρχεται από το απέναντι στενό. Περνάει γρήγορα το δρόμο και
χώνεται ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και μια σούβλα με κουδούνες και
κουδουνάκια που γυρίζει. Όλο το χρόνο. Γνωστή φάτσα του κέντρου. Λαχειοπώλης.
Γύρω στα εξήντα. Μάλλον. Έχει ένα τεράστιο πρόσωπο. Ιδιαίτερα το στόμα του.
Άσπρος καθώς είναι, τα χαλασμένα δόντια του φαίνονται σαν δόντια σκουριασμένου
πριονιού. Αν έλλειπε το πρόβλημα με τα δόντια θα έμοιαζε καταπληκτικά με τον
Μελ Μπρούκς. Τα μαλλιά του πυκνά, μαύρα. Όλα στη θέση τους. Αυτά, σε αντίθεση
με τα δόντια, δε θέλουν ιδιαίτερη φροντίδα και περιποίηση. Είναι θέμα γονιδίων.
Περπατά κάπως σκυφτός κρατώντας τα λαχεία σφιχτά στο δεξί χέρι και στο αριστερό
σφίγγει μια κρεμαστή τσάντα. Μάλλον εκεί φυλάει τα λαχεία. Το δεξί έχει πάντα
λίγα. Τα τελευταία. Άλλοτε λήγουν σε πέντε, άλλοτε σε εφτά και πάει λέγοντας.
Τα ρούχα του γυαλίζουν από τη λίγδα. Κάποιες ραφές έχουν αρχίσει να ξηλώνονται.
Τα παπούτσια τουλάχιστον ένα νούμερο μεγαλύτερα. Μαύρα, με ζάρες και ένα τόνο
τζιλιά πάνω τους. Τον βλέπω συχνά. Οι λαχειοπώλες συνήθως κινούνται συνεχώς. Ο
συγκεκριμένος έχει μια βαριεστημένη όψη και το συνήθειο να κοιτά στα μάτια
όλους όσους θεωρεί υποψήφιους πελάτες, λέγοντάς τους κάτι. Διαφορετικό στον
καθένα. Μπροστά μου ένας ηλικιωμένος με ντοματιές στη σακούλα. Του λέει
μακρόσυρτα, «Στο πεντάρι. Το πεντάρι έχει εφτά βδομάδες να βγει.». Τζίφος. Στρέφεται
σε μένα. «Έχει λαλήσει ο κόσμος φιλαράκι.». Δεν απαντάω. Μου ρίχνει ένα βλέμμα
γεμάτο περιφρόνηση. Σταματώ ελάχιστα στη βιτρίνα του χαρτοπωλείου και τον αφήνω
να περάσει. Είναι μπροστά μου και περπατώντας σκανάρει όποιον συναντάει. Σηκώνω
το βλέμμα μου και βλέπω πιο πέρα στη γωνία τον ποιητή Χρίστο Ντινόπουλο να
κοντοστέκεται στην άκρη του δρόμου στηριζόμενος σε ένα αυτοκίνητο. Όπα, λέω από
μέσα μου θα συναντηθούν. Ο Ντινόπουλος πάνω από τα ογδόντα πια, συνεχίζει όμως
να ρίχνει το φαρμάκι του συχνά. Έχω το λαχειοπώλη μπροστά και πλησιάζουμε τη
γωνία. Εκείνη τη στιγμή βγαίνουν από το χρωματοπωλείο δυο κοπέλες. Λέει η μία
«Ρε συ, ο Ντινόπουλος.», «Ποιος;», «Αυτός που τα’ χωσε στην Τσομπανίδου, ρε συ.
Πολλή φάση.» Ο λαχειοπώλης πλησιάζει, ρίχνει μια ματιά στο ωδείο απέναντι.
Ακούγονται ήχοι κρουστών από μέσα. Στην ατμόσφαιρα μια αδιόρατη μυρωδιά
κανέλλας από το μπουγατσατζήδικο της γωνίας. Κοιτάζει στα μάτια τον ποιητή του
χαμογελάει και του λέει «Ξέρω, ξέρω κύριε Χρίστο. Οι ποιητές δεν αγοράζουν
λαχεία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου