Ο γιατρός ήταν
κατηγορηματικός. Σύνδρομο Wilkinson. ‘Όπως τα ξυραφάκια, σκέφτηκε. Πολύ
σπάνιο αλλά συμβαίνει. Κυρίως σε άντρες μετά τα σαράντα. Υπάρχουν επίσημα
περίπου τριακόσια περιστατικά καταγεγραμμένα παγκοσμίως. Του εξήγησε τα συμπτώματα.
Ξαφνική ανικανότητα να δει κανείς το μπλε χρώμα. Στη θέση του ο ασθενής βλέπει
αποχρώσεις του γκρι. Τα υπόλοιπα χρώματα τα βλέπει κανονικά. Πρόκειται για μη
αναστρέψιμη βλάβη. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται και ως “μπλε θάνατος”. Κάθε φορά
το πρόδρομο σημάδι είναι το ίδιο. Λίγες μπλε τρίχες πίσω από το αριστερό αφτί.
Όταν συμβεί αυτό, το πολύ σε δέκα μέρες εμφανίζεται το κυρίως σύμπτωμα. Και
εγκαθιδρύεται.
Ακούγοντας το γιατρό να
μιλάει, μετά βίας συγκρατούσε τα γέλια του. Μα είναι δυνατόν σκέφτηκε. Αυτά
είναι γελοία πράγματα. Τις μπλε τρίχες τις είχε δει πρώτος ο συνάδελφός του ο
Τάκης στο γραφείο καθώς τον περίμενε να τελειώσει τις φωτοτυπίες που έβγαζε.
Δανείστηκε ένα καθρεφτάκι και κλείστηκε
στην τουαλέτα προσπαθώντας να εντοπίσει τις τρίχες. Δεν ήταν πολλές. Μια μικρή
τουφίτσα ήτανε. Το πολύ τριάντα ρίζες. Άρχισε να τις τρίβει μήπως και ήταν
απλώς βαφή ή λέρωμα. Τίποτα. Μετά άρχισε να τις τραβάει. Μία βγήκε. Την είδε
προσεκτικά. Πράγματι ήταν μπλε. Σκούρο.
Μέτρησε τις μέρες. Σε
δέκα μέρες το πολύ. Ήταν Παρασκευή και έμεναν περίπου τρεις μέρες ίσως δύο. Ο
γιατρός τράβηξε πολλές φωτογραφίες. Κυρίως τις τρίχες. Του πήρε πλήρες ιστορικό
και έδωσαν ραντεβού για την Τρίτη. Μάλλον θα έκανε δημοσίευση σχετικά σε κάποιο
συνέδριο.
Φεύγοντας από το ιατρείο
πέρασε από το βίντεο κλαμπ της γειτονιάς. Πήρε την “μπλε ταινία” του Κισλόφσκι
και το “είμαι μια περίεργη μπλε” που δεν το είχε δει. Πηγαίνοντας για το σπίτι
του πέρασε από μια κάβα. Σκέφτηκε να πάρει ένα μπουκάλι “μπλου κουρασάο”, αλλά
συνέχισε. Το ήξερε από τη δεκαετία του ογδόντα. Όταν ήταν στο λύκειο. Έβλεπε
τους άλλους να το πίνουν στα πάρτι, στις ντίσκο. Όχι ποτά σήμερα, σκέφτηκε.
Τελικά ξαναγύρισε πίσω. Πήρε και το “απέραντο γαλάζιο”.
Μπήκε στο άδειο σπίτι.
Έμενε μόνος του. Έκανε μπάνιο και είδε Κισλόφσκι. Η ώρα πήγε έντεκα. Τον πήρε ο
ύπνος. Το επόμενο πρωί ξύπνησε νωρίς. Βγήκε αμέσως στο μπαλκόνι. Ο ουρανός ήταν
γαλάζιος. Ο ήλιος ανέβαινε στον ουρανό. Θα έκανε καλή μέρα. Το κακό δεν είχε
συμβεί. Έσκυψε και είδε τις πυτζάμες του. Μπλε ριγέ. Με κάθετες ρίγες. Οι
κάθετες ρίγες, του έλεγε η μάνα του, προσθέτουν μπόι. Να τις προτιμάς. Μόνο
ριγέ πυτζάμες φορούσε. Είδε τρία ταξί να περνάνε το δρόμο. Όχι κάθετα.
Οριζόντια. Είμαι καλά, σκέφτηκε και μπήκε μέσα. Χαλάρωσε. Έφαγε πρωινό, έκανε
καφέ και ντύθηκε. Άνοιξε τον υπολογιστή και διάβασε τα μηνύματα. Τίποτα
σημαντικό. Έψαξε για το σύνδρομο από το οποίο υποτίθεται έπασχε. Όπως τα είχε πει
ο γιατρός. Ο κύριος Λέανδρος. Άρχισε να ανησυχεί και πάλι. Κατέβηκε, πήγε στο
φούρνο, εφημερίδα και πάνω. Για τα ψώνια της εβδομάδας θα πήγαινε αργότερα.
Αποφάσισε να μη μαγειρέψει. Θα έτρωγε έξω. Ίσως τηλεφωνούσε αργότερα τον
κολλητό του. Το Θανάση. Το λογιστή. Άνοιξε το ραδιόφωνο και συνέχισε να πίνει
τον καφέ του ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα. Επιστήμονες στην Ιαπωνία κατάφεραν να
εμφυτέψουν μικροτσίπ σε μάτι τυφλού και ξαναβρήκε το φως του. Συνέχισε. Από την
ανοιχτή μπαλκονόπορτα μύρισαν τα γεμιστά της γειτόνισσας. Ακουγόταν τώρα το
τραγούδι του Πάριου “τα γαλάζιά σου γράμματα”. Χαμογέλασε στο κενό. Το κενό όπως
συνήθως δεν ανταποκρίθηκε. Γιατί το κενό είναι τίποτα χωρίς περιεχόμενο, χωρίς
δυνατότητες. Στο κενό δεν συμβαίνει τίποτα. Κάποτε είχε διαβάσει σε ένα βιβλίο,
απ’ αυτά που κινούνται στο όριο μεταξύ επιστήμης και λογοτεχνίας, ότι η ύλη
είναι συσσωρεύσεις κενού. Χωρικά. Αυτός που έγραψε το βιβλίο, σκέφτηκε, πρέπει
να ήταν μέσα στο πλοίο Ματαρόα που το Δεκέμβριο του ‘45 ταξίδεψε από την Αθήνα
στη Γαλλία. Δε θυμόταν το όνομά του.
Ξαφνικά άρχισαν να του
έρχονται στο νου όλα τα έντονα μπλε πράγματα που είχε δει στη ζωή του. Ανάκατα.
Χωρίς χρονική ή άλλη σειρά. Χωρίς ειρμό ή αλληλουχία. Σκόρπιες εικόνες. Το
λουλάκι που χρησιμοποιούσε η μάνα του στο πλύσιμο. Τα γαλάζια ταβάνια στο σπίτι
της γιαγιάς του. Ο στίχος της Νικολακοπούλου, γαλάζιο γύψο η οροφή. Οι μπλε
ποδιές. Η μπλε ποδιά της Ασημίνας που ήταν στενή και καθώς καθόταν φαίνονταν τα
πόδια της. Το φωτιστικό οινόπνευμα. Η θάλασσα. Τα ταξίδια με πλοίο που έκανε.
Θάσος, Σκόπελος, Αγία Τριάδα παλιότερα, Κρήτη. Η γειτόνισσά του η Έφη,
εθελόντρια νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού με τη στολή της. Που πέθανε αργότερα
από καρκίνο πριν κλείσει τα σαράντα. Η μουσική από την ταινία “μάτια ερμητικά
κλειστά” που την θεωρούσε μπλε μουσική. Απλές μελωδίες στο πιάνο. Το μπλε της
σημαίας. Τα καλά παντελόνια του πατέρα του και τα δικά του όταν ήταν παιδί. Οι
μπλε οδηγοί χωρών και πόλεων. Λονδίνο, Βερολίνο, Μαδρίτη. Οι μπλε φόρμες
γυμναστικής της δεκαετίες του εβδομήντα. Με τις άσπρες ρίγες στο πλάι. Δύο ή
τρεις ρίγες, ανάλογα. Ήρθαν στο νου του
σκηνές από την ταβέρνα τα ”μπλε παράθυρα” στις Σαράντα Εκκλησιές, όταν πήγαινε
φοιτητής. Αλλά και μετά, όταν τέλειωσε. Πριν πάει φαντάρος. Τα μπλε μάτια της
Κατερίνας. Οι ταινίες του Σταύρου Τορνέ, που όλο άκουγε γ’ αυτές, μα ποτέ του
δεν είδε. Τα στρουμφάκια. Η Πόπη που είχε ντυθεί τις περασμένες απόκριες Στρουμφίτα.
Τα μαγαζιά στο Βαρδάρη με τα κρεμασμένα μπλου τζην. Τα μπλε λεωφορεία, που για
κάποιον ανεξήγητο λόγο τα είχε συνδέσει με βαρείς χειμώνες, απαίσιες μυρωδιές
και υγρασία. Τραγούδια. Το πουκάμισο το θαλασσί, πώς του παν καλέ τα μπλε.
Αφίσες κολλημένες με μπλου τακ σε τοίχους.
Και πάλι θάλασσα, ουρανός, κύματα. Μπλε ταβάνια βαμμένα με υδρόχρωμα.
Που μέσα στον τενεκέ είναι σκούρο αλλά όταν βάφεται και στεγνώνει ανοίγει πολύ.
Τότε μέσα σ’ αυτό το
ντελίριο του μπλε και του γαλάζιου, για μερικά δευτερόλεπτα όλα γύρω του
άσπρισαν. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Έκανε να σηκωθεί, αλλά παραπάτησε κι
έπιασε τη καρέκλα. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα όλα γύρω άρχισαν να παίρνουν
και πάλι σχήμα και χρώμα. Μόνο που στη θέση του μπλε έβλεπε γκρίζο. Είχε
συμβεί.
Θεσσαλονίκη, 22-02-2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου