Ετικέτες

Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

El Camaron de la isla


Βγαίνει από την πόρτα και κατηφορίζει τον κεντρικό δρόμο. Όχι ολόκληρης της πόλης αλλά της συνοικίας που έτυχε να περάσει την προηγούμενη νύχτα. Περπατά γρήγορα, σχεδόν τρέχει. Περνά ανάμεσα από σταθμευμένα αυτοκίνητα, καρότσια με μωρά, ηλικιωμένους που ανηφορίζουν αργά, κρατώντας τα ψώνια της ημέρας στα χέρια. Μέσα σε φθηνές πλαστικές σακούλες. Όχι δεν υπάρχουν ακριβές πλαστικές σακούλες. Μόνο φθηνές πλαστικές σακούλες υπάρχουν. Ή μήπως δεν είναι έτσι;  Μήπως όλα εξαρτώνται από το νόημα της λέξης φθηνές: Τι είναι οι φθηνές πλαστικές σακούλες; Είναι φθηνές συγκρινόμενες με άλλες πλαστικές σακούλες ή με άλλες τσάντες, καλάθια, καροτσάκια έστω; Η έννοια του φθηνού είναι ζήτημα κόστους ή γούστου; Και επανέρχεται στους ηλικιωμένους, γιατί έχουν χρόνο να ξοδέψουν αυτοί. Ή έτσι αυτός νομίζει που δεν είναι ηλικιωμένος. Αλλά ελπίζει να γίνει. Ένας χαρούμενος ηλικιωμένος. Ένας ηλικιωμένος με όσο το δυνατόν λιγότερα προβλήματα. Ο χρόνος λοιπόν για τους ηλικιωμένους κυλά αλλιώς. Φρενάρει συχνά, στις αιχμές, τα χάσματα, τις ασυνέχειες του παρελθόντος. Του καθενός αλλά και όλων μαζί. Κάποτε επιβραδύνει και μετά πάλι συνεχίζει.
Συγκεντρώνεται σε κάτι παρακάτω και προσπαθεί να το φτάσει. Το φτάνει και μετά κάτι άλλο και πάλι κάτι άλλο. Οι δρόμοι αλλάζουν στη διαδρομή. Τα κτίρια δεξιά και αριστερά, αλλάζουν χρώματα, σχήματα, μεγέθη. Οι άνθρωποι που συναντά, οι εκφράσεις τους. Κάθε μέρα διαφορετικά, κάθε μέρα τα ίδια. Η ίδια διάθεση που ποτέ δεν είναι πραγματικά η ίδια. Όμως είναι οι ίδιοι άνθρωποι. Αν ήταν μουσική, θα ήταν η ίδια. Μόνο μικρές διαφορές που θα’ χουν να κάνουν με τους μουσικούς κυρίως. Και το μαέστρο. Τον καιρό. Τη βροχή που έπεσε ή δεν έπεσε.
Δεν ξέρει με τι παλεύει. Καθώς προχωράει και αλλάζει στάσεις διαρκώς το σώμα του. Κάτι αόρατο σπρώχνει. Κάτι αόρατο τον σπρώχνει. Προσπαθεί να μπει στη θέση του. Να ακολουθήσει τα ίχνη του. Το κενό του σώματός του, που πάντα καλύπτεται, αμέσως μετά τη δημιουργία του. Αλλά και το σώμα του το ίδιο κάνει. Καταλαμβάνει πάντα καινούργιες θέσεις στο χώρο. Απρόσκλητα, απροειδοποίητα. Μπροστά σε τεχνητές επιφάνειες, ή πάνω σε τέτοιες ή πολύ μακριά τους. Έτσι ώστε να μένει αρκετός χώρος και στους άλλους, στους δίπλα, στους απέναντι. Τους άλλους ανθρώπους.
Γι αυτό του αρέσει να μένει σε πόλη. Γι΄ αυτή τη γειτνίαση. Με τους άλλους ανθρώπους. Τα πολλαπλά επίπεδα. Οριζόντια, κάθετα, που αλλάζουν διεύθυνση άναρχα, τυχαία, εντέλει χαοτικά. Πάντα όμως υπάρχει η σχέση του κάθετου με το οριζόντιο, σημείο αναφοράς. Δεν αρκεί όμως να εξηγήσει τη συνδετική ύλη και αιτιότητα ανάμεσα στα πράγματα που τον περιστοιχίζουν και είναι κάτω του, πάνω του, δίπλα του.
Κι αν τύχει κάποτε να έρθει κοντά σε κάτι απ’ αυτά. Κάθε φορά. Νοιώθει έκπληκτος. Για τις δυνατότητες του φαινομένου της ζωής, την ποικιλομορφία. Των πραγμάτων. Των ανθρώπων. Των ήχων Των κινήσεων. Των μεταθέσεων. Των Διατάξεων. Του υποτιθέμενου τυχαίου των πραγμάτων. Αλλά τα πράγματα είναι πάντα εκεί, όπως και οι άνθρωποι. Το ίδιο απίθανοι. Το ίδιο προβλέψιμοι.
Αυτά σκέφτεται και προχωράει. Περνά από πάρκα, πλατείες. Αλλάζει πεζοδρόμια. Μα ακριβώς πίσω του, ένας ακάματος καταγραφέας της πορείας του. Στιγμιαίος. Περιστασιακός. Η μνήμη του δρόμου. Που ποιος ξέρει αν θα ανακαλυφθεί κάποτε. Από τη επιστήμη του μέλλοντος. Τα αποτυπώματά του στο σκληρό υλικό των πεζοδρομίων. Στη μαλακή ουσία του χρόνου, που πάνω του πατάμε. Κι όχι όπως νομίζουν οι περισσότεροι ότι ζούμε μέσα του. Πάνω στο χρόνο πατάμε. Κι ο χρόνος από τα πατήματα αλλάζει κι αυτός. Παίρνει το σχήμα μας συνεχώς. Εις βάρος μας.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

ΟΔΟΣ ΛΟΙΜΩΔΩΝ ΝΟΣΩΝ


Προσοχή στις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, δεν είναι πάντα αληθινές. Μου είχε πει κάποτε κάποιος. Που μια περίοδο τον θαύμαζα, όμως μετά μάλλον τον απομυθοποίησα κι αυτόν. Και δεν ξέρω αν είχε τελικά δίκιο. Ή αν εγώ είχα δίκιο. Δεν έτυχε να το διασταυρώσω με δικές μου μνήμες ή της γυναίκας μου με την οποία μιλάμε συχνά για τέτοια θέματα, τα βράδια πριν πάμε για ύπνο. Όπως παλιότερα μιλούσα έτσι με φίλους μου, σε ταβέρνες ή καλύτερα βγαίνοντας από τις ταβέρνες αργά το βράδυ. Όταν έχοντας μείνει καθισμένος επί ώρες στις άβολες ψάθινες καρέκλες ανακαλύπτεις και πάλι τις δυνατότητες του κορμιού σου. Που έχοντας το αλκοόλ να κυλάει μέσα του αποκτάει και άλλες δυνατότητες. Πρόσκαιρες βέβαια.  Έχοντας τέτοια περίπου διάθεση, καθώς ξεφύλλιζα ένα βιβλίο στον Ιανό για τόπους βίας στη Θεσσαλονίκη, ή κάπως έτσι, έπεσα πάνω σε μια σελίδα που έγραφε για ένα έγκλημα σε ένα άθλιο καταγώγιο, σκυλάδικο όπως λέμε, απ’ αυτά που άνοιξαν τα τελευταία 10-20 χρόνια στην περιοχή της Γιαννιτσών. Δεν θυμάμαι το όνομα του μαγαζιού. Θυμήθηκα όμως το δρόμο όταν είδα τη φωτογραφία που συνόδευε το κείμενο. Οδός Λοιμωδών Νόσων. Θυμήθηκα που έγραψα παλιότερα για την οδό Αγίου Κωνσταντίνου στη Θεσσαλονίκη. Ωραία πόλη, σκέφτηκα, δεν έχει οδό Αγίου Κωνσταντίνου, αλλά έχει οδό Λοιμωδών Νόσων. Τα λοιμώδη νοσήματα επίκαιρα πλέον καθώς επέστρεψαν. Ελέω φτώχιας και μεταναστών. Γιατί πάντα οι άλλοι φταίνε για τα χάλια μας. Συνένοχοι στην άσπλαχνη μοίρα μας. Και βλέποντας από τη τζαμαρία τον κόσμο να διασχίζει  την Αριστοτέλους έβγαλα τα γυαλιά μου και διάβασα το συνοδευτικό κείμενο. Κάποιος, άντρας πενηντάρης, σκότωσε κάποιον άλλο. Ξημερώματα ήταν, για τα μάτια μιας γυναίκας. Θα’ ταν η ώρα που μέσα στο μεθύσι ο χρόνος αλλάζει, γίνεται κολλώδης με ζάρες, πτυχώσεις, έτοιμος να εκτιναχθεί, αλλά δεν κινείται όπως πριν και τα γεγονότα βαραίνουν και οι άλλοι μεγαλώνουν ή μικραίνουν και εμείς αντίθετα μικραίνουμε ή μεγαλώνουμε. Ή μας πιάνουν τα γέλια και σκεφτόμαστε πόσο καλά είμαστε όπως είμαστε ή χαιρόμαστε για όσα συμβαίνουν. Ή μας πιάνει μια λύπη, που θέλει κι άλλα από μας αλλά εμείς δεν έχουμε άλλα να της δώσουμε. Κι αυτή παίρνει ότι βρει.  Ή δεν ξέρω τι άλλο ψάχνει, εκεί. Τέρμα Λοιμωδών Νόσων. Έτσι ονομαζόταν ο δρόμος του πατρικού μου πριν γεννηθώ. Δεν ήταν δρόμος ουσιαστικά ήταν κάτι σαν μονοπάτι, διαδρομή, μέσα σε χωράφια, λίγα σπίτια, αποθήκες, παράγκες, μπαχτσέδες. Και λάσπες. Όπως διάβασα σε κάτι παλιά κιτρινισμένα χαρτιά από την εφορία. Τότε που δεν υπήρχαν αντικειμενικές αξίες των ακινήτων και ο φόρος υπολογιζόταν από τον έφορο. Τέτοια χαρτιά είχαν πολλά τα συρτάρια με τα προικώα εργόχειρα της μάνας μου. Μαζί με φωτογραφίες ασπρόμαυρες τραβηγμένες στο Λευκό Πύργο, στην Ακρόπολη, στα κάστρα. Νέοι άντρες, στρατιώτες. Αδέλφια, γονείς, ξαδέλφια γείτονες, φίλοι. Φωτογραφημένοι δυο δυο ή τρεις τρεις ή μόνοι τους με στολή εξόδου ή όχι. Και νέες κοπέλες με φουντωτά κλαρωτά φουστάνια. Όλες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, τόσο που νομίζεις ότι και η εποχή ήταν ασπρόμαυρη, αλλά δεν ήταν έτσι και αρκεί μια παλιά έγχρωμη φωτογραφία εκείνης της εποχής για να πιστέψουμε άλλα και να κάνουμε άλλους συνειρμούς. Σαν την φωτογραφία απ’ τα Χαυτεία που κυκλοφόρησε πέρυσι στο διαδίκτυο. Χριστούγεννα δεκαετίας του 60. Τότε που υπήρχαν αυτοκίνητα  βαμμένα σε απίθανες λαδί αποχρώσεις. Και τις περισσότερες φορές στην πίσω όψη της φωτογραφίας κάποια κακογραμμένη αφιέρωση.  Σε ελληνικά, που προσπαθούσαν να μιμηθούν τους καθωσπρέπει τρόπους της εποχής, ενώ η ζωή δεν ήταν έτσι. Υπήρχαν και γράμματα, βεβαιώσεις, αντίγραφα συμβολαίων. Αλλά και πατρόν, σχέδια κεντημάτων της DMC και σελίδες ημερολογίων τοίχων, που πίσω είχαν στιχάκια. Που τα διάβαζες και κάποια σου άρεσαν. Και πάλι στο νου μου ο δρόμος, με παλιά ξυλάδικα. Ο δρόμος που ήταν χωματόδρομος. Που είχε κίνηση. Κάπου πιο κάτω ένα εργαστήριο που έφτιαχνε παστέλια. Είχα μπει μικρός μια φορά μέσα και είδα απλωμένη την πάστα με το μέλι και το ψημένο σουσάμι στο τραπέζι και μετά όπως την έκοβε ο μάστορας σε μικρές λωρίδες. Δεν έμοιαζε με το σάμαλι το παστέλι. Ούτε στην όψη ούτε στη γεύση. Το σκυλάδικο. Που λεγόταν Μεταξύ μας ή Ραντεβού Στα Τυφλά ή Το Πλοίο Της Αγάπης ή Ο Φτερωτός Θεός. Δε θυμάμαι. Ήταν στο ισόγειο ενός κτιρίου που ήταν παλιά κινηματογράφος. Η Βιολέτα. Εκεί τέλος του ‘60 πρέπει να ήταν, θυμάμαι να με πιάνουν από το χέρι, σφιχτά και γω παιδάκι να βλέπω παλτά και πόδια και σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά να βλέπω άλλα κεφάλια και άσπρα ταβάνια και λάμπες πυρακτώσεως μόνες τους κρεμασμένες από τα ταβάνια με μακριά καλώδια, χωρίς γλόμπο. Τα έργα που βλέπαμε ήταν ασπρόμαυρα μάλλον, ελληνικά, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Η Βιολέτα είχε και θερινό από πάνω στην ταράτσα. Ο τοίχος της οθόνης ακόμη υψώνεται. Προς τον ουρανό. Σαν αλεξικέραυνο, περιμένοντας να γειώσει ότι έχει απομείνει από παλιές εικόνες που γυρίζουν. Και φεύγουν από τα μάτια που κοιτούν από τα γύρω μπαλκόνια, που τώρα είναι πιο ψηλά, με καλύτερα κάγκελα. Τα μάτια ανήκουν σε ανθρώπους που βγαίνουν να καπνίσουν στο μπαλκόνι και τους αρέσει η θέα η ότι γιατί βγήκαν στο μπαλκόνι για να καπνίσουν και όχι για τη θέα. Κάποια εποχή η Βιολέτα έγινε βιοτεχνία παπουτσιών, μετά έγινε μίνι μάρκετ. Μετά σταμάτησα να περνώ από κει. Αγόρασα αυτοκίνητο.  Αραίωσαν τα περάσματά από την Γιαννιτσών. Προτιμούσα τη Μοναστηρίου. Που στη διάρκεια της ζωής μου έχει υποστεί λιγότερες αλλαγές καθώς ήταν ήδη σχηματισμένος αστικός δρόμος. Μου άρεσε πλέον ο Τόττης στην παραλία στη συμβολή με της Αγίας Σοφίας. Μετά ήρθαν τα σκυλάδικα και το φονικό. Εγώ όμως δεν ήμουν εκεί. Πιο κάτω υπήρχε ένα γυμνάσιο. Εκεί έμενε ο φίλος μου ο Μιχάλης. Το παλιό του σπίτι υπάρχει ακόμη δεν χτίστηκε. Απέναντι στο δρόμο ήταν μια μεγάλη ξυλαποθήκη. Έχει κλείσει. Εκεί που η Λοιμωδών νόσων συναντά την κάθετη οδό, την Τσορλίνη όπως λέγεται σήμερα, υπήρχε ένα τμήμα Τροχαίας. Στο ισόγειο υπήρχε ένα φυλάκιο και το παρκινγκ των αυτοκινήτων. Τα γραφεία ήταν στον όροφο. Ποτέ δεν ανέβηκα πάνω. Μόνο περνούσα και κοιτούσα προς το τμήμα Τροχαίας που ήταν ανοιχτό μέρα νύχτα. Περνούσα για να πάω παρακάτω. Την άνοιξη. Για να πάρω λάστιχα για σφεντόνα. Μόνο το ψιλικατζίδικο εκεί τα πουλούσε σε όλη την περιοχή. Είχε κόσμο πολύ τότε η περιοχή. Και δουλειές είχε. Και ήταν ένας άλλος χρόνος ένας άλλος τόπος. Όχι βίας. Τέτοιος έγινε μετά, όπως άλλοι τόποι βίας σήμερα έγιναν εστιατόρια και καλά μαγαζιά. Και τίναξαν από πάνω τους την στάχτη και την σκόνη του χρόνου. Γιατί  οι άνθρωποι τα ψάχνουν κάτι τέτοια. Επειδή το ξέρουν καλά χωρίς να το συνειδητοποιούν ότι όλα γυρίζουν. Και τίποτα δεν μένει για πάντα. Ούτε τίποτα είναι τόσο καλό ή τόσο κακό όσο φαίνεται. Γιατί και ότι φαίνεται κάποιος το βλέπει. Και όλοι οι άνθρωποι δεν βλέπουν τα ίδια πράγματα. Ή καλύτερα βλέπουν τα ίδια πράγματα. Αλλά δίνουν άλλες ερμηνείες στα πράγματα που βλέπουν. Και οι ερμηνείες δεν είναι λόγια, δεν είναι γραμμένες στο χαρτί. Τώρα είναι έτσι και μετά είναι αλλιώς . Επί τόσα άτομα. Τόσες παραλλαγές. Άγραφες. Πλάι στις άλλες, τις γραμμένες.  Όσο τον κόβει τον καθένα. Ή όπως έλεγε η μάνα μου, ότι φτάσει ο καθένας.
Θεσσαλονίκη, 04-03-2013

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ


Κοίταξε ξανά την κάρτα. Ευγένιος Γαλατάς. Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω. Οδός Αγίου Κωνσταντίνου 18. Πρέπει να είναι το επόμενο κτίριο, σκέφτηκε και πράγματι έτσι ήταν. Η ταμπέλα στην είσοδο, δίπλα στα κουδούνια, καλαίσθητη.  Πέμπτος όροφος. Το ραντεβού ήταν για τις εφτά. Είχε φτάσει πέντε λεπτά πριν. Ανέβηκε με το ασανσέρ. Στο βάθος του διαδρόμου βρήκε την πόρτα. Εντυπωσιακή. Ξύλινη με βιτρό. Καφέ και κίτρινο ημιδιαφανές. Δεξιά και αριστερά δύο χέρια που συγκλίνουν στο κέντρο και ενώνονται όπως σε χειραψία. Και από πάνω πάλι το όνομα και οι τίτλοι. Παράξενο γούστο έχει ο κύριος Γαλατάς, σκέφτηκε. Πάτησε το κουδούνι. Η πόρτα άνοιξε. Μπαίνοντας τον υποδέχτηκε μια  πολύ όμορφη κοπέλα γύρω στα τριάντα, ντυμένη μάλλον συντηρητικά. Η γραμματέας θα είναι, σκέφτηκε. Είπε το όνομά του. Λέανδρος Παπαϊωάννου. Τον πέρασε σε ένα σαλονάκι και του είπε να περιμένει. Ο κύριος Ευγένιος θα τον έβλεπε σε δέκα λεπτά. Τον ρώτησε αν ήθελε καφέ, αλλά αυτός αρνήθηκε ευγενικά. Ο καφές μετά τις πέντε το απόγευμα τον πείραζε. Δυσκολευόταν να κοιμηθεί το βράδυ. Κάθισε σε μια μαύρη δερμάτινη πολυθρόνα. Κοίταξε τριγύρω. Παράξενο περιβάλλον. Στον απέναντι τοίχο ένας πίνακας του Πεντζίκη. Με κόκκινες καρικαντζούρες. Κυρίως. Δεν κατάλαβε αν ήταν πρωτότυπο ή αντίγραφο. Ο φίλος του ο Δημήτρης που του σύστησε τον Γαλατά, τον είχε προειδοποιήσει. Είναι περίεργος. Άνθρωπος της εκκλησίας με πολύ περίεργο γούστο. Για την υπόθεσή σου όμως ειδικός. Ο καλύτερος. Συνέχισε να περιεργάζεται το χώρο, καθώς η ώρα περνούσε μάλλον αργά. Στη γωνία ένα μινιμάλ φωτιστικό. Μια τεράστια γυάλινη σφαίρα σε ανοιχτή γκρι απόχρωση, που πατούσε πάνω σε ένα άσπρο σωληνοειδή κορμό. Στο πάνω μέρος του κορμού υπήρχε μια μαύρη λουρίδα από την οποία προεξείχε ένα μικρό κρεμ κουμπί. Ήταν μάλλον το ντίμερ. Ο άσπρος κορμός κατέληγε κάτω σε μια επίπεδη στρογγυλή βάση, μάλλον μεταλλική, σε σκούρα γκρι απόχρωση. Από την άκρη της βάσης έβγαινε ένα άσπρο καλώδιο που χανόταν κάτω από τον τριθέσιο καναπέ. Επίσης σε μαύρο δέρμα. Έψαξε τα περιοδικά στο τραπεζάκι. Κυρίως ταξιδιωτικά, αλλά και κάποια διακόσμησης, ένθετα κυριακάτικων εφημερίδων. Πήρε ένα. Άρχισε να το ξεφυλλίζει, αλλά το βρήκε βαρετό και μάταιο. Είχε ξεχάσει τα γυαλιά του στα σπίτι και το διάβασμα πλέον δεν του ήταν εύκολο χωρίς αυτά. Το βλέμμα του έπεσε σε ένα αντικείμενο που βρισκόταν πάνω στο τραπεζάκι της γωνίας. Στην αρχή του φάνηκε για παραδοσιακό ποτήρι μπύρας με καπάκι. Απ’ αυτά που φέρνουν όσοι πάνε στο Μόναχο. Αλλά κοιτώντας το καλύτερα διαπίστωσε ότι δεν ήταν. Σηκώθηκε και το πήρε στα χέρια του. Ξανακάθισε.  Ήταν φτιαγμένο από φυσητό γυαλί. Κυρίως μπλε. Καθώς υπήρχαν και κόκκινες  περιοχές. Με ένα μεντεσέ στη μία άκρη. Η βάση ήταν ασημένια, ενώ κάτω από το άνω άκρο ήταν τοποθετημένος ένας μαύρος διάτρητος δίσκος. Ο μεντεσές ένωνε το πάνω με το κάτω γυάλινο τμήμα. Πίσω από τον μεντεσέ προεξείχε κάτι σαν καρφί με μεγάλο πλατύ κεφάλι. Το περιεργάστηκε για αρκετά δευτερόλεπτα. Είχε ύψος περίπου είκοσι εκατοστά. Τελικά αποφάνθηκε ότι ήταν θυμιατήρι. Όχι από τα συνηθισμένα που κυκλοφορούν στο εμπόριο, τα ορειχάλκινα, σαν αυτό που είχε στο ντουλαπάκι του τάφου της μάνας του. Αυτό ήταν μεγαλύτερο. Το έφερε στη μύτη του. Πρέπει να είχε χρησιμοποιηθεί πρόσφατα. Μύριζε θυμίαμα, καλής ποιότητας. Εκείνη τη στιγμή η πόρτα του γραφείου άνοιξε και βγήκε από μέσα ο κύριος Ευγένιος συνοδεύοντας τον ηλικιωμένο επισκέπτη του προς την εξώπορτα. Ο υποψήφιος πελάτης που περίμενε στο σαλονάκι, άφησε το παράξενο θυμιατήρι στο τραπεζάκι και σηκώθηκε φτιάχνοντας το σακάκι του. Ο κύριος Ευγένιος αφού έκλεισε την πόρτα γύρισε προς το σαλονάκι και είπε με στόμφο: Η κόρη μου η Μαριέτα, γνωριστήκατε; Δικηγόρος, κάνει το διδακτορικό της στο διεθνές δίκαιο. Α, μπράβο, μπράβο, απάντησε και μπήκε στο γραφείο. Πίσω του η Μαριέτα κοίταξε με νόημα τον πατέρα της.