Βγαίνει από την πόρτα και κατηφορίζει
τον κεντρικό δρόμο. Όχι ολόκληρης της πόλης αλλά της συνοικίας που έτυχε να
περάσει την προηγούμενη νύχτα. Περπατά γρήγορα, σχεδόν τρέχει. Περνά ανάμεσα
από σταθμευμένα αυτοκίνητα, καρότσια με μωρά, ηλικιωμένους που ανηφορίζουν
αργά, κρατώντας τα ψώνια της ημέρας στα χέρια. Μέσα σε φθηνές πλαστικές σακούλες.
Όχι δεν υπάρχουν ακριβές πλαστικές σακούλες. Μόνο φθηνές πλαστικές σακούλες
υπάρχουν. Ή μήπως δεν είναι έτσι; Μήπως
όλα εξαρτώνται από το νόημα της λέξης φθηνές: Τι είναι οι φθηνές πλαστικές
σακούλες; Είναι φθηνές συγκρινόμενες με άλλες πλαστικές σακούλες ή με άλλες τσάντες,
καλάθια, καροτσάκια έστω; Η έννοια του φθηνού είναι ζήτημα κόστους ή γούστου;
Και επανέρχεται στους ηλικιωμένους, γιατί έχουν χρόνο να ξοδέψουν αυτοί. Ή έτσι
αυτός νομίζει που δεν είναι ηλικιωμένος. Αλλά ελπίζει να γίνει. Ένας χαρούμενος
ηλικιωμένος. Ένας ηλικιωμένος με όσο το δυνατόν λιγότερα προβλήματα. Ο χρόνος
λοιπόν για τους ηλικιωμένους κυλά αλλιώς. Φρενάρει συχνά, στις αιχμές, τα
χάσματα, τις ασυνέχειες του παρελθόντος. Του καθενός αλλά και όλων μαζί. Κάποτε
επιβραδύνει και μετά πάλι συνεχίζει.
Συγκεντρώνεται σε κάτι παρακάτω και
προσπαθεί να το φτάσει. Το φτάνει και μετά κάτι άλλο και πάλι κάτι άλλο. Οι
δρόμοι αλλάζουν στη διαδρομή. Τα κτίρια δεξιά και αριστερά, αλλάζουν χρώματα,
σχήματα, μεγέθη. Οι άνθρωποι που συναντά, οι εκφράσεις τους. Κάθε μέρα
διαφορετικά, κάθε μέρα τα ίδια. Η ίδια διάθεση που ποτέ δεν είναι πραγματικά η
ίδια. Όμως είναι οι ίδιοι άνθρωποι. Αν ήταν μουσική, θα ήταν η ίδια. Μόνο
μικρές διαφορές που θα’ χουν να κάνουν με τους μουσικούς κυρίως. Και το
μαέστρο. Τον καιρό. Τη βροχή που έπεσε ή δεν έπεσε.
Δεν ξέρει με τι παλεύει. Καθώς
προχωράει και αλλάζει στάσεις διαρκώς το σώμα του. Κάτι αόρατο σπρώχνει. Κάτι
αόρατο τον σπρώχνει. Προσπαθεί να μπει στη θέση του. Να ακολουθήσει τα ίχνη
του. Το κενό του σώματός του, που πάντα καλύπτεται, αμέσως μετά τη δημιουργία
του. Αλλά και το σώμα του το ίδιο κάνει. Καταλαμβάνει πάντα καινούργιες θέσεις
στο χώρο. Απρόσκλητα, απροειδοποίητα. Μπροστά σε τεχνητές επιφάνειες, ή πάνω σε
τέτοιες ή πολύ μακριά τους. Έτσι ώστε να μένει αρκετός χώρος και στους άλλους, στους
δίπλα, στους απέναντι. Τους άλλους ανθρώπους.
Γι αυτό του αρέσει να μένει σε πόλη.
Γι΄ αυτή τη γειτνίαση. Με τους άλλους ανθρώπους. Τα πολλαπλά επίπεδα. Οριζόντια,
κάθετα, που αλλάζουν διεύθυνση άναρχα, τυχαία, εντέλει χαοτικά. Πάντα όμως υπάρχει
η σχέση του κάθετου με το οριζόντιο, σημείο αναφοράς. Δεν αρκεί όμως να εξηγήσει
τη συνδετική ύλη και αιτιότητα ανάμεσα στα πράγματα που τον περιστοιχίζουν και
είναι κάτω του, πάνω του, δίπλα του.
Κι αν τύχει κάποτε να έρθει κοντά σε
κάτι απ’ αυτά. Κάθε φορά. Νοιώθει έκπληκτος. Για τις δυνατότητες του φαινομένου
της ζωής, την ποικιλομορφία. Των πραγμάτων. Των ανθρώπων. Των ήχων Των
κινήσεων. Των μεταθέσεων. Των Διατάξεων. Του υποτιθέμενου τυχαίου των
πραγμάτων. Αλλά τα πράγματα είναι πάντα εκεί, όπως και οι άνθρωποι. Το ίδιο
απίθανοι. Το ίδιο προβλέψιμοι.
Αυτά σκέφτεται και προχωράει. Περνά από πάρκα,
πλατείες. Αλλάζει πεζοδρόμια. Μα ακριβώς πίσω του, ένας ακάματος καταγραφέας της
πορείας του. Στιγμιαίος. Περιστασιακός. Η μνήμη του δρόμου. Που ποιος ξέρει αν
θα ανακαλυφθεί κάποτε. Από τη επιστήμη του μέλλοντος. Τα αποτυπώματά του στο
σκληρό υλικό των πεζοδρομίων. Στη μαλακή ουσία του χρόνου, που πάνω του πατάμε.
Κι όχι όπως νομίζουν οι περισσότεροι ότι ζούμε μέσα του. Πάνω στο χρόνο πατάμε.
Κι ο χρόνος από τα πατήματα αλλάζει κι αυτός. Παίρνει το σχήμα μας συνεχώς. Εις
βάρος μας.