Ετικέτες

Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

ΟΔΟΣ ΛΟΙΜΩΔΩΝ ΝΟΣΩΝ


Προσοχή στις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, δεν είναι πάντα αληθινές. Μου είχε πει κάποτε κάποιος. Που μια περίοδο τον θαύμαζα, όμως μετά μάλλον τον απομυθοποίησα κι αυτόν. Και δεν ξέρω αν είχε τελικά δίκιο. Ή αν εγώ είχα δίκιο. Δεν έτυχε να το διασταυρώσω με δικές μου μνήμες ή της γυναίκας μου με την οποία μιλάμε συχνά για τέτοια θέματα, τα βράδια πριν πάμε για ύπνο. Όπως παλιότερα μιλούσα έτσι με φίλους μου, σε ταβέρνες ή καλύτερα βγαίνοντας από τις ταβέρνες αργά το βράδυ. Όταν έχοντας μείνει καθισμένος επί ώρες στις άβολες ψάθινες καρέκλες ανακαλύπτεις και πάλι τις δυνατότητες του κορμιού σου. Που έχοντας το αλκοόλ να κυλάει μέσα του αποκτάει και άλλες δυνατότητες. Πρόσκαιρες βέβαια.  Έχοντας τέτοια περίπου διάθεση, καθώς ξεφύλλιζα ένα βιβλίο στον Ιανό για τόπους βίας στη Θεσσαλονίκη, ή κάπως έτσι, έπεσα πάνω σε μια σελίδα που έγραφε για ένα έγκλημα σε ένα άθλιο καταγώγιο, σκυλάδικο όπως λέμε, απ’ αυτά που άνοιξαν τα τελευταία 10-20 χρόνια στην περιοχή της Γιαννιτσών. Δεν θυμάμαι το όνομα του μαγαζιού. Θυμήθηκα όμως το δρόμο όταν είδα τη φωτογραφία που συνόδευε το κείμενο. Οδός Λοιμωδών Νόσων. Θυμήθηκα που έγραψα παλιότερα για την οδό Αγίου Κωνσταντίνου στη Θεσσαλονίκη. Ωραία πόλη, σκέφτηκα, δεν έχει οδό Αγίου Κωνσταντίνου, αλλά έχει οδό Λοιμωδών Νόσων. Τα λοιμώδη νοσήματα επίκαιρα πλέον καθώς επέστρεψαν. Ελέω φτώχιας και μεταναστών. Γιατί πάντα οι άλλοι φταίνε για τα χάλια μας. Συνένοχοι στην άσπλαχνη μοίρα μας. Και βλέποντας από τη τζαμαρία τον κόσμο να διασχίζει  την Αριστοτέλους έβγαλα τα γυαλιά μου και διάβασα το συνοδευτικό κείμενο. Κάποιος, άντρας πενηντάρης, σκότωσε κάποιον άλλο. Ξημερώματα ήταν, για τα μάτια μιας γυναίκας. Θα’ ταν η ώρα που μέσα στο μεθύσι ο χρόνος αλλάζει, γίνεται κολλώδης με ζάρες, πτυχώσεις, έτοιμος να εκτιναχθεί, αλλά δεν κινείται όπως πριν και τα γεγονότα βαραίνουν και οι άλλοι μεγαλώνουν ή μικραίνουν και εμείς αντίθετα μικραίνουμε ή μεγαλώνουμε. Ή μας πιάνουν τα γέλια και σκεφτόμαστε πόσο καλά είμαστε όπως είμαστε ή χαιρόμαστε για όσα συμβαίνουν. Ή μας πιάνει μια λύπη, που θέλει κι άλλα από μας αλλά εμείς δεν έχουμε άλλα να της δώσουμε. Κι αυτή παίρνει ότι βρει.  Ή δεν ξέρω τι άλλο ψάχνει, εκεί. Τέρμα Λοιμωδών Νόσων. Έτσι ονομαζόταν ο δρόμος του πατρικού μου πριν γεννηθώ. Δεν ήταν δρόμος ουσιαστικά ήταν κάτι σαν μονοπάτι, διαδρομή, μέσα σε χωράφια, λίγα σπίτια, αποθήκες, παράγκες, μπαχτσέδες. Και λάσπες. Όπως διάβασα σε κάτι παλιά κιτρινισμένα χαρτιά από την εφορία. Τότε που δεν υπήρχαν αντικειμενικές αξίες των ακινήτων και ο φόρος υπολογιζόταν από τον έφορο. Τέτοια χαρτιά είχαν πολλά τα συρτάρια με τα προικώα εργόχειρα της μάνας μου. Μαζί με φωτογραφίες ασπρόμαυρες τραβηγμένες στο Λευκό Πύργο, στην Ακρόπολη, στα κάστρα. Νέοι άντρες, στρατιώτες. Αδέλφια, γονείς, ξαδέλφια γείτονες, φίλοι. Φωτογραφημένοι δυο δυο ή τρεις τρεις ή μόνοι τους με στολή εξόδου ή όχι. Και νέες κοπέλες με φουντωτά κλαρωτά φουστάνια. Όλες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, τόσο που νομίζεις ότι και η εποχή ήταν ασπρόμαυρη, αλλά δεν ήταν έτσι και αρκεί μια παλιά έγχρωμη φωτογραφία εκείνης της εποχής για να πιστέψουμε άλλα και να κάνουμε άλλους συνειρμούς. Σαν την φωτογραφία απ’ τα Χαυτεία που κυκλοφόρησε πέρυσι στο διαδίκτυο. Χριστούγεννα δεκαετίας του 60. Τότε που υπήρχαν αυτοκίνητα  βαμμένα σε απίθανες λαδί αποχρώσεις. Και τις περισσότερες φορές στην πίσω όψη της φωτογραφίας κάποια κακογραμμένη αφιέρωση.  Σε ελληνικά, που προσπαθούσαν να μιμηθούν τους καθωσπρέπει τρόπους της εποχής, ενώ η ζωή δεν ήταν έτσι. Υπήρχαν και γράμματα, βεβαιώσεις, αντίγραφα συμβολαίων. Αλλά και πατρόν, σχέδια κεντημάτων της DMC και σελίδες ημερολογίων τοίχων, που πίσω είχαν στιχάκια. Που τα διάβαζες και κάποια σου άρεσαν. Και πάλι στο νου μου ο δρόμος, με παλιά ξυλάδικα. Ο δρόμος που ήταν χωματόδρομος. Που είχε κίνηση. Κάπου πιο κάτω ένα εργαστήριο που έφτιαχνε παστέλια. Είχα μπει μικρός μια φορά μέσα και είδα απλωμένη την πάστα με το μέλι και το ψημένο σουσάμι στο τραπέζι και μετά όπως την έκοβε ο μάστορας σε μικρές λωρίδες. Δεν έμοιαζε με το σάμαλι το παστέλι. Ούτε στην όψη ούτε στη γεύση. Το σκυλάδικο. Που λεγόταν Μεταξύ μας ή Ραντεβού Στα Τυφλά ή Το Πλοίο Της Αγάπης ή Ο Φτερωτός Θεός. Δε θυμάμαι. Ήταν στο ισόγειο ενός κτιρίου που ήταν παλιά κινηματογράφος. Η Βιολέτα. Εκεί τέλος του ‘60 πρέπει να ήταν, θυμάμαι να με πιάνουν από το χέρι, σφιχτά και γω παιδάκι να βλέπω παλτά και πόδια και σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά να βλέπω άλλα κεφάλια και άσπρα ταβάνια και λάμπες πυρακτώσεως μόνες τους κρεμασμένες από τα ταβάνια με μακριά καλώδια, χωρίς γλόμπο. Τα έργα που βλέπαμε ήταν ασπρόμαυρα μάλλον, ελληνικά, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Η Βιολέτα είχε και θερινό από πάνω στην ταράτσα. Ο τοίχος της οθόνης ακόμη υψώνεται. Προς τον ουρανό. Σαν αλεξικέραυνο, περιμένοντας να γειώσει ότι έχει απομείνει από παλιές εικόνες που γυρίζουν. Και φεύγουν από τα μάτια που κοιτούν από τα γύρω μπαλκόνια, που τώρα είναι πιο ψηλά, με καλύτερα κάγκελα. Τα μάτια ανήκουν σε ανθρώπους που βγαίνουν να καπνίσουν στο μπαλκόνι και τους αρέσει η θέα η ότι γιατί βγήκαν στο μπαλκόνι για να καπνίσουν και όχι για τη θέα. Κάποια εποχή η Βιολέτα έγινε βιοτεχνία παπουτσιών, μετά έγινε μίνι μάρκετ. Μετά σταμάτησα να περνώ από κει. Αγόρασα αυτοκίνητο.  Αραίωσαν τα περάσματά από την Γιαννιτσών. Προτιμούσα τη Μοναστηρίου. Που στη διάρκεια της ζωής μου έχει υποστεί λιγότερες αλλαγές καθώς ήταν ήδη σχηματισμένος αστικός δρόμος. Μου άρεσε πλέον ο Τόττης στην παραλία στη συμβολή με της Αγίας Σοφίας. Μετά ήρθαν τα σκυλάδικα και το φονικό. Εγώ όμως δεν ήμουν εκεί. Πιο κάτω υπήρχε ένα γυμνάσιο. Εκεί έμενε ο φίλος μου ο Μιχάλης. Το παλιό του σπίτι υπάρχει ακόμη δεν χτίστηκε. Απέναντι στο δρόμο ήταν μια μεγάλη ξυλαποθήκη. Έχει κλείσει. Εκεί που η Λοιμωδών νόσων συναντά την κάθετη οδό, την Τσορλίνη όπως λέγεται σήμερα, υπήρχε ένα τμήμα Τροχαίας. Στο ισόγειο υπήρχε ένα φυλάκιο και το παρκινγκ των αυτοκινήτων. Τα γραφεία ήταν στον όροφο. Ποτέ δεν ανέβηκα πάνω. Μόνο περνούσα και κοιτούσα προς το τμήμα Τροχαίας που ήταν ανοιχτό μέρα νύχτα. Περνούσα για να πάω παρακάτω. Την άνοιξη. Για να πάρω λάστιχα για σφεντόνα. Μόνο το ψιλικατζίδικο εκεί τα πουλούσε σε όλη την περιοχή. Είχε κόσμο πολύ τότε η περιοχή. Και δουλειές είχε. Και ήταν ένας άλλος χρόνος ένας άλλος τόπος. Όχι βίας. Τέτοιος έγινε μετά, όπως άλλοι τόποι βίας σήμερα έγιναν εστιατόρια και καλά μαγαζιά. Και τίναξαν από πάνω τους την στάχτη και την σκόνη του χρόνου. Γιατί  οι άνθρωποι τα ψάχνουν κάτι τέτοια. Επειδή το ξέρουν καλά χωρίς να το συνειδητοποιούν ότι όλα γυρίζουν. Και τίποτα δεν μένει για πάντα. Ούτε τίποτα είναι τόσο καλό ή τόσο κακό όσο φαίνεται. Γιατί και ότι φαίνεται κάποιος το βλέπει. Και όλοι οι άνθρωποι δεν βλέπουν τα ίδια πράγματα. Ή καλύτερα βλέπουν τα ίδια πράγματα. Αλλά δίνουν άλλες ερμηνείες στα πράγματα που βλέπουν. Και οι ερμηνείες δεν είναι λόγια, δεν είναι γραμμένες στο χαρτί. Τώρα είναι έτσι και μετά είναι αλλιώς . Επί τόσα άτομα. Τόσες παραλλαγές. Άγραφες. Πλάι στις άλλες, τις γραμμένες.  Όσο τον κόβει τον καθένα. Ή όπως έλεγε η μάνα μου, ότι φτάσει ο καθένας.
Θεσσαλονίκη, 04-03-2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου