Κοίταξε ξανά
την κάρτα. Ευγένιος Γαλατάς. Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω. Οδός Αγίου Κωνσταντίνου
18. Πρέπει να είναι το επόμενο κτίριο, σκέφτηκε και πράγματι έτσι ήταν. Η
ταμπέλα στην είσοδο, δίπλα στα κουδούνια, καλαίσθητη. Πέμπτος όροφος. Το ραντεβού ήταν για τις
εφτά. Είχε φτάσει πέντε λεπτά πριν. Ανέβηκε με το ασανσέρ. Στο βάθος του
διαδρόμου βρήκε την πόρτα. Εντυπωσιακή. Ξύλινη με βιτρό. Καφέ και κίτρινο
ημιδιαφανές. Δεξιά και αριστερά δύο χέρια που συγκλίνουν στο κέντρο και
ενώνονται όπως σε χειραψία. Και από πάνω πάλι το όνομα και οι τίτλοι. Παράξενο
γούστο έχει ο κύριος Γαλατάς, σκέφτηκε. Πάτησε το κουδούνι. Η πόρτα άνοιξε. Μπαίνοντας
τον υποδέχτηκε μια πολύ όμορφη κοπέλα
γύρω στα τριάντα, ντυμένη μάλλον συντηρητικά. Η γραμματέας θα είναι, σκέφτηκε. Είπε
το όνομά του. Λέανδρος Παπαϊωάννου. Τον πέρασε σε ένα σαλονάκι και του είπε να
περιμένει. Ο κύριος Ευγένιος θα τον έβλεπε σε δέκα λεπτά. Τον ρώτησε αν ήθελε
καφέ, αλλά αυτός αρνήθηκε ευγενικά. Ο καφές μετά τις πέντε το απόγευμα τον πείραζε.
Δυσκολευόταν να κοιμηθεί το βράδυ. Κάθισε σε μια μαύρη δερμάτινη πολυθρόνα.
Κοίταξε τριγύρω. Παράξενο περιβάλλον. Στον απέναντι τοίχο ένας πίνακας του
Πεντζίκη. Με κόκκινες καρικαντζούρες. Κυρίως. Δεν κατάλαβε αν ήταν πρωτότυπο ή
αντίγραφο. Ο φίλος του ο Δημήτρης που του σύστησε τον Γαλατά, τον είχε
προειδοποιήσει. Είναι περίεργος. Άνθρωπος της εκκλησίας με πολύ περίεργο
γούστο. Για την υπόθεσή σου όμως ειδικός. Ο καλύτερος. Συνέχισε να
περιεργάζεται το χώρο, καθώς η ώρα περνούσε μάλλον αργά. Στη γωνία ένα μινιμάλ
φωτιστικό. Μια τεράστια γυάλινη σφαίρα σε ανοιχτή γκρι απόχρωση, που πατούσε
πάνω σε ένα άσπρο σωληνοειδή κορμό. Στο πάνω μέρος του κορμού υπήρχε μια μαύρη
λουρίδα από την οποία προεξείχε ένα μικρό κρεμ κουμπί. Ήταν μάλλον το ντίμερ. Ο
άσπρος κορμός κατέληγε κάτω σε μια επίπεδη στρογγυλή βάση, μάλλον μεταλλική, σε
σκούρα γκρι απόχρωση. Από την άκρη της βάσης έβγαινε ένα άσπρο καλώδιο που
χανόταν κάτω από τον τριθέσιο καναπέ. Επίσης σε μαύρο δέρμα. Έψαξε τα περιοδικά
στο τραπεζάκι. Κυρίως ταξιδιωτικά, αλλά και κάποια διακόσμησης, ένθετα
κυριακάτικων εφημερίδων. Πήρε ένα. Άρχισε να το ξεφυλλίζει, αλλά το βρήκε
βαρετό και μάταιο. Είχε ξεχάσει τα γυαλιά του στα σπίτι και το διάβασμα πλέον
δεν του ήταν εύκολο χωρίς αυτά. Το βλέμμα του έπεσε σε ένα αντικείμενο που
βρισκόταν πάνω στο τραπεζάκι της γωνίας. Στην αρχή του φάνηκε για παραδοσιακό
ποτήρι μπύρας με καπάκι. Απ’ αυτά που φέρνουν όσοι πάνε στο Μόναχο. Αλλά
κοιτώντας το καλύτερα διαπίστωσε ότι δεν ήταν. Σηκώθηκε και το πήρε στα χέρια
του. Ξανακάθισε. Ήταν φτιαγμένο από
φυσητό γυαλί. Κυρίως μπλε. Καθώς υπήρχαν και κόκκινες περιοχές. Με ένα μεντεσέ στη μία άκρη. Η βάση
ήταν ασημένια, ενώ κάτω από το άνω άκρο ήταν τοποθετημένος ένας μαύρος
διάτρητος δίσκος. Ο μεντεσές ένωνε το πάνω με το κάτω γυάλινο τμήμα. Πίσω από
τον μεντεσέ προεξείχε κάτι σαν καρφί με μεγάλο πλατύ κεφάλι. Το περιεργάστηκε
για αρκετά δευτερόλεπτα. Είχε ύψος περίπου είκοσι εκατοστά. Τελικά αποφάνθηκε
ότι ήταν θυμιατήρι. Όχι από τα συνηθισμένα που κυκλοφορούν στο εμπόριο, τα
ορειχάλκινα, σαν αυτό που είχε στο ντουλαπάκι του τάφου της μάνας του. Αυτό
ήταν μεγαλύτερο. Το έφερε στη μύτη του. Πρέπει να είχε χρησιμοποιηθεί πρόσφατα.
Μύριζε θυμίαμα, καλής ποιότητας. Εκείνη τη στιγμή η πόρτα του γραφείου άνοιξε
και βγήκε από μέσα ο κύριος Ευγένιος συνοδεύοντας τον ηλικιωμένο επισκέπτη του
προς την εξώπορτα. Ο υποψήφιος πελάτης που περίμενε στο σαλονάκι, άφησε το
παράξενο θυμιατήρι στο τραπεζάκι και σηκώθηκε φτιάχνοντας το σακάκι του. Ο
κύριος Ευγένιος αφού έκλεισε την πόρτα γύρισε προς το σαλονάκι και είπε με
στόμφο: Η κόρη μου η Μαριέτα, γνωριστήκατε; Δικηγόρος, κάνει το διδακτορικό της
στο διεθνές δίκαιο. Α, μπράβο, μπράβο, απάντησε και μπήκε στο γραφείο. Πίσω του
η Μαριέτα κοίταξε με νόημα τον πατέρα της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου