Ποιητή μου, γνωριστήκαμε πρωταπριλιά του 1986 μα μέχρι σήμερα δεν έτυχε να σου μιλήσω. Όλα αυτά τα χρόνια, κατά καιρούς, άλλοτε τακτικά και άλλοτε τυχαία σε άφηνα και μου μιλούσες. Άνοιγα τη σελίδα σου στο φως και άκουγα τη φωνή σου. Στα πρώτα χρόνια άκουγα από σένα συμβουλές. Για τον έρωτα, τη ζωή. Το παιχνίδι με τον έρωτα. Το παιχνίδι με τη ζωή. Σε άκουγα προσεκτικά, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό σου μιαν αυθεντία και φτάνοντας στο σημείο να καταλαβαίνω κι εγώ πότε τα κρύσταλλα των μαγαζιών θέλουν καθάρισμα. Έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Τότε ήμουν σίγουρος ότι εννοούσες τους υαλοπίνακες. Αργότερα άρχισα να αμφιβάλλω και να σκέφτομαι μήπως μιλάς για μαγαζιά που πουλούν κρυστάλλινα είδη Διακοσμητικά ή χρηστικά. Φοντανιέρες ή ποτήρια. Του νερού. Του κρασιού, και πάει λέγοντας. Όπως τα είδη Cristofle. Για να σε καθησυχάσω, έτσι αλλοπρόσαλλα και φλύαρα άρχισα να γράφω τελευταία. Δεν φταις εσύ για αυτό. Είναι που βαρέθηκα να σκαρώνω ταφικές επιγραφές, όπως μου είχε πει κάποτε ένας ομότεχνός σου.
Με τη θάλασσα πολλά πάρε δώσε δεν είχα ούτε έχω μπορώ να πω. Είναι που μικρός, μέχρι την ηλικία των οκτώ, κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε με τη μάνα μου κάθε μέρα στη θάλασσα. Μετρούσα ίσαμε ογδόντα μπάνια. Πρωί απόγευμα. Στο νησάκι πίσω από τα σφαγεία. Τη χόρτασα τη θάλασσα, αλλά στα σφαγεία δεν είχα μπει ποτέ. Μόνο πέρυσι, πριν από τα Χριστούγεννα μπήκα. Σάββατο και Κυριακή Flea Market στα σφαγεία, έγραφε η ανακοίνωση. Πήγα, όπως πηγαίνω πάντα σε παρόμοιες εκδηλώσεις. Με τη λαχτάρα να συναντήσω τίποτα κιόσκια με κόρες να πουλούν απίστευτα πράγματα. Μπιχλιμπίδια, παλιά εργαλεία, τενεκεδένια κουτιά, πινακίδες, κάποιο παλιό βιβλίο. Πρώτη φορά πήγα σε παρόμοιο παζάρι στα νότια μέρη της Αγγλίας. Συγκεκριμένα στο Λονδίνο και σε θυμήθηκα τότε. Προσπαθούσα στο πλήθος να βρω μια μορφή να σου ταιριάζει. Συγνώμη που χρησιμοποιώ δικές σου φράσεις και λέξεις, μα είναι βολικό για μένα. Και συ νομίζω θα χαίρεσαι μ’ αυτό. Να χρησιμοποιούν οι άλλοι λίγες από τις λέξεις σου. Κάρτες πολλές δεν έστειλα. Ευτυχώς όπως αποδείχθηκε, γιατί καμιά ντουζίνα από δαύτες που αγόρασα τις κράτησα. Και τώρα όταν τις βλέπω οι μνήμες έρχονται πιο εύκολα. Μια κάρτα που δείχνει έναν παχουλό πωλητή πουλερικών στο Harrod’s, που χαμογελά και τσιτώνονται τα μάγουλά του, την έχω σελιδοδείκτη στο βιβλίο σου.
Μα το καλύτερο δε σου το είπα ακόμη. Πριν δεκατρία χρόνια, Νοέμβριος ήταν, πέθανε η πεθερά μου. Ανάμεσα στα πράγματα που μας άφησε ήταν μια ραπτομηχανή Singer. Η γυναίκα μου ήθελε να την πετάξουμε. Επέμενα σθεναρά. Τώρα η ραπτομηχανή, μέσα στο κομψό της έπιπλο, είναι στο σαλόνι. Τη βλέπω τώρα που σου γράφω. Μέσα στο ντουλάπι φυλάω κάποια παλιά παπούτσια που με στένεψαν. Από πάνω βιβλία. Τα τρέχοντα, μαζί με εφημερίδες, το βιβλίο οδηγιών μιας γεννήτριας που αγόρασα, προγράμματα θεάτρου, χάρτες. Μόνο εγώ βάζω πράγματα εκεί. Σκοπός μου, όνειρό μου καλύτερα, είναι μια μέρα να μάθω να ράβω. Σε κάποιο ταχύρυθμο πρόγραμμα ενηλίκων. Άπλα πράγματα στην αρχή, να μάθω. Μετά θα φτιάχνω πολύχρωμα παπλώματα. Κολλάζ υφασμάτων και χρωμάτων. Κυρίως χρωμάτων. Αν και τώρα που το σκέφτομαι μπορώ να βάζω στη σειρά και υφάσματα διαφορετικής υφής: μάλλινα, βαμβακερά, χνουδωτά. Δεν έχω σκοπό εγώ να παίζω με τη ραπτομηχανή ποιητή μου. Δεν είναι αυτός ο στόχος.
Όσο για τον ωκεάνειο ποιητή Ισίδωρο Ducasse, προσφάτως, δηλαδή πριν μισή ώρα, έμαθα ότι προφέρεται Ιζιντόρ Ντυκάς. Το γεγονός αυτό δε μου άρεσε καθόλου. Εγώ τον ήξερα ως Ντουκάσσε. Που ηχεί στιβαρά και επιβλητικά. Σαν Εμβατήριο. Αν μπορεί να λεχθεί αυτό. Να γραφεί. Όπως Μπολιβάρ, όταν διάβαζε το ομώνυμο ποίημα ο Εγγονόπουλος. Ευτυχώς ανακάλυψα ότι ο Ducasse χρησιμοποιούσε και ψευδώνυμο. Λωτρεαμόν ή Κόμης του Λωτρεαμόν.
[ Ιανουάριος 2017 ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου