Ετικέτες

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

ΕΛΠΗΝΟΡΑΣ


Διάβασα την περιγραφή
Του τραγικού συμβάντος, όμως
Ένα ερώτημα κυρίευσε το νου μου
Τι γύρευε ο Ελπήνορας
Στου παλατιού τη στέγη;
Είπαν ήταν πιωμένος 
Γι αυτό έπεσε
Στις πέτρες πάνω
Τσακίστηκε το κορμί του
Απλώσαν τα μυαλά στις πέτρες.
Αργότερα στον Άδη
Απ’ τον παλιό του σύντροφο
Τον Οδυσσέα
Ζήτησε κανονική ταφή
Όλο το τυπικό να γίνει
Χάρηκε που τον είδε αλήθεια
Δεν πονηρεύτηκε καθόλου
Δεν άντεχε όμως άλλο η ψυχή
την περιπλάνηση
Να βλέπει τα ίδια και τα ίδια
Τόσον καιρό
Γύρευε γαλήνη
Ανταποκρίθηκε ο Πολυμήχανος
Κι όλα γινήκανε σωστά

‘Όμως εγώ αυτά δεν τα πιστεύω
Ο μύθος όλα δεν τα λέει
Τον είδαν και τον άφησαν;
Ή μάταια ψάχναν;
Ή μήπως χέρι συντρόφου
Έσπρωξε  από ψηλά το παλικάρι
Το ψάχνω. Μαζί με τ’ άλλα.
























Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΔΕΚΑΕΤΙΑ '80


ΕΦΗ, ΑΝΝΑ & ΚΑΤΙΑ, δε θυμάμαι που βρισκόταν. 
Τα άλλα, ναι.

ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ


Στην κρήνη της πλατείας το νερό
Έτρεχε το ίδιο συνεχώς
Τις μέρες που έβρεχε και τις άλλες 
Που δεν έβρεχε
Μα πως είναι δυνατόν σκεφτόταν
Που πάει τόσο νερό, από πού έρχεται
Καθόταν και παρατηρούσε ώρες το πλατάνι
Μήπως και καταλάβει το φαινόμενο
Ήτανε κι άλλοι εκεί. Τους κοιτούσε
Τον κοιτούσαν που κοιτούσε
Ώσπου κάποιος του μίλησε για νύμφες, για νεράϊδες
Για τις σπηλιές του κάτω κόσμου
Τα βασικά του μύθου
Και τότε άρχισε να καταλαβαίνει
Την κίνηση του νερού
Τα πάνω κάτω του. Τις υπόγειες διαδρομές
Με τον καιρό
Έφτιαξε μια δική του υδρομηχανική
Πολύ αργότερα αναθεώρησε και πάλι
Δεν τα εξηγούσε όλα η θεωρία του
Δεν υπολόγισε την εξάτμιση
Περίπλοκο ισοζύγιο
Σήμερα προσπαθεί
Να εξηγήσει το φαινόμενο επιστημονικά.
Στο καφενείο απέναντι
Τα μεσημέρια







Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

LIMERICK 1


Από ένα σοφό γραμματικό στην πόλη
Άκουγες του κόσμου τη σοφία όλη.
Τον ρώταγες τι έχει αξία στη ζωή;
Και σού’ λεγε βγες έξω απ’ τη γραμμή.
Τώρα πια γέμισε γραμματικούς η πόλη.



Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

ΖΟΥΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ


Οι μάστορες φυλάνε τα εργαλεία τους
Σε μεγάλες πάνινες τσάντες από καραβόπανο
Συνήθεια της συντεχνίας από την εποχή
Των συνεχών μετακινήσεων.
Τίποτα δεν έχω να σου πω. Του λέω.
Σε σχέση μ’ αυτά που βλέπω.
Τα βλέπω για πρώτη φορά.
Βλέπεις, μου λέει, τι κρύβουν στο εσωτερικό τους
Γιατί ρωτάς εμένα, του λέω
Δεν υπάρχει άλλος. Είμαστε οι δυό μας
Γυρίζω το βλέμμα μου αλλού.
Τα ίδια


Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

ΙΦΗΣ ή ΦΥΛΛΟΞΗΡΑ Η ΦΘΟΡΟΠΟΙΟΣ



Για τον Ίφη θα γράψω. Το αποφάσισα. Διαβάζοντας, μέρες τώρα, το λεξικό της ελληνικής μυθολογίας αυτόν ξεχώρισα. Σαν αντιήρωα δηλαδή. Αλλά και άλλους. Τον Αντέρωτα, τον Αρδεία.  Ο Ίφης λοιπόν ερωτεύτηκε την Αναξαρέτη. Κύπρια νέα από το γένος του Τεύκρου. Που σχεδόν ατιμασμένος έφτασε στην Κύπρο και ίδρυσε τη Σαλαμίνα. Ο Ίφης βοσκός από ταπεινή οικογένεια. Το πάθος του για την όμορφη Αναξαρέτη σφοδρό. Μα εκείνη δεν ανταποκρίθηκε. Μάταια ο Ίφης προσπαθούσε. Τίποτα. Ώσπου μια μέρα πήγε μπρος στην πόρτα του σπιτιού της και αυτοκτόνησε. Κρεμάστηκε, αυτοτραυματίστηκε, δεν έχει σημασία. Η Αφροδίτη βλέποντας τη σκληρότητα της Αναξαρέτης τη μεταμόρφωσε σε πέτρα. Δεν ξέρουμε πως αντέδρασε στη περίπτωση του Ίφη ο Αντέρως. Σύντροφος του έρωτα και προσωποποίηση του αμοιβαίου έρωτα. Εμφανίζεται ενίοτε και σαν εκδικητής του περιφρονημένου έρωτα. Μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή ο περιφρονημένος έρωτας. Για τον δικό μας περιφρονημένο έρωτα έχουν γραφτεί πολλά. Ξέρετε. Ν’ αγαπάς και να μην αγαπιέσαι. Εσύ. Τι γίνεται όμως όταν σε αγαπούν και εσύ περιφρονείς. Ή, ακόμη χειρότερα, όταν δεν ξέρεις τίποτα. Και ο έρωτας αυτός διαρκεί χρόνια. Και τυχαία το ανακαλύπτεις μετά από χρόνια. Τρέχεις και ζητάς συγχώρεση από τον Αντέρωτα; Τι κάνεις; Το αφήνεις να περάσει; Προσπαθείς να κερδίσεις το χαμένο χρόνο; Ή δεν κάνεις τίποτα. Και αποδέχεσαι τη νίκη του χρόνου πάνω σου. Μια ώρα αρχύτερα. Ας είναι. Μικρές δόσεις θανάτου είναι οι έρωτες. Κατά μία έννοια. Όταν τελειώνουν. Φτάνουν όμως να σε κάνουν να δεις για λίγο πίσω από το μπερντέ. Το πίσω απ’ το μπερντέ όμως δεν είναι αυτού του κόσμου. Μόνο σκιές μπορείς να δεις. Και κρυμμένες αλήθειες.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

ΥΠΕΡ-ΗΡΩΑΣ


Σκέφτομαι μια ιδέα για ένα αφήγημα. Υπάρχουν εικόνες από όνειρα, που έρχονται και φεύγουν. Εικόνες τόσο οικείες σε μένα. Παράλληλες ζωές που ζω στον ύπνο μου. Σαν καλοστημένα βιντεοπαιχνίδια. Σαν πλάνα από ταινίες. Το νόημα της ζωής είναι πάντα ζητούμενο, ακόμα και στον ύπνο μου. Κυρίως στον ύπνο μου. Νομίζω το νόημα της ζωής οι άνθρωποι το αναζητούν κυρίως στον ύπνο τους. Κάποιοι το βρίσκουν και απλώς πεθαίνουν στον ύπνο τους. Πάντα το αφήνω για αύριο, το νόημα της ζωής. Ωρίμασε ο καιρός νομίζω. Πρέπει να μάθω τι συμβαίνει. Με μένα. Στον ύπνο μου και στον ξύπνιο μου. Η μνήμη μου λειτουργεί καλύτερα τη νύχτα. Γι αυτό γράφω τη νύχτα. Γιατί τα εξωτερικά ερεθίσματα είναι λιγότερα. Το σκηνικό είναι περίπου το ίδιο. Χρόνια τώρα. Νύχτα στο σπίτι. Μια φανταστική ιστορία. Με ήρωες βασανισμένους ανθρώπους. Ταλαιπωρημένους. Είμαι τελικά βασανισμένος άνθρωπος: Μέχρι πρόσφατα θεωρούσα τον εαυτό μου τυχερό. Αυτό που θέλω είναι μια νέα αρχή στη ζωή μου. Ένα νέο ξεκίνημα. Θέλω να γράψω μια ιστορία φανταστική, με ήρωες περίεργους και μέρη παράξενα. Κάτι σαν φυγή. Να μιλήσω για τη ζωή μου με υπονοούμενα, συνθήματα αμφισημίες και σύμβολα Γιατί τελικά όλα είναι κρυμμένα. Είναι ένας τρόπος που έμαθα να σταματάω το χρόνο. Μικρός περνούσα ώρες ατέλειωτες βλέποντας ένα χαλάκι υφαντό που είχε πολύχρωμα σχήματα. Μπορώ να πω αυτή είναι η πιο καθαρή εικόνα της πρώτης μου ηλικίας. Ένα κεφάλαιο θα το αφιερώσω στην υποκειμενική αίσθηση του χρόνου. Θα μιλήσω γι’ αυτό μάλλον υπαινιχτικά.
Ο ήρωάς μου θα είναι ένας εφευρέτης του μέλλοντος. Το μέλλον θα είναι δύσκολο αλλά θα είναι οικείο. Στο μέλλον θα δοθεί μεγαλύτερη σημασία στη λεπτομέρεια και στα μικρά πράγματα. Τότε θα υπάρχει πραγματική οικολογία. Το κουβάρι της ζωής θα είναι πιο μπλεγμένο, πιο μεγάλο. Ο ήρωάς μου θα ζει σαν υπνωτισμένος. Όμως παράλληλα θέλω να είναι χαρισματικός και ιδιοφυής. Θα του αρέσουν τα χρώματα και οι αντίκες. Θα αναφερθώ και στις εικόνες των ονείρων. Ότι θυμάμαι. Στις διαδρομές στην πόλη. Γωνιές δρόμων, μαγαζιά. Στις συμπτώσεις, θα πω γι’ αυτές αργότερα. Τα πρόσωπα. Ένας κόσμος μουσικής. Ο ήρωάς μου μπορεί να είναι μουσικός της τζαζ. Πλανόδιος. Πολύ ωραία λέξη. Θα προσπαθεί, όπως όλοι οι άνθρωποι, να βάλει τάξη στο χάος. Όλοι αυτό κάνουν. Προσπαθούν. Αλλά η ζωή είναι το χάος. Νομίζω τελευταία αρχίζει να αποδεικνύεται και επιστημονικά. Θα γράψω για το κακό που έκανε η εκπαίδευση στη γενιά μου, με πλάγιο τρόπο. Θα προσπαθήσω να τα γράψω όλα. Θα γράψω για τα έπιπλα της δεκαετίας του 70. Τα δανέζικα. Με το ανοιχτό πράσινο ύφασμα και τις ελαφρές καμπύλες. Τα γυναικεία ταγιέρ. Τα συνθετικά πουκάμισα με τους μεγάλους γιακάδες. Κυρίως σε παλ χρώματα. Τις ραπτομηχανές Singer. Τα καταστήματα Bon-Bon. Όλα θα είναι εύκολα στον κόσμο μου. Για μένα. Κυρίως. Αλλά και για τους άλλους. Θα βάλω περιγραφές επιπλοποιείων. Τη μυρωδιά του ξύλου. Ημιυπόγεια εργαστήρια. Κατασκευές επί παραγγελία. Ακόμη περιγραφές καταστημάτων χονδρικής ζαχαρωδών προϊόντων. Ένα τέτοιο βλέπω να υπάρχει ακόμη στην Κατούνη. Ο ήρωάς μου μπορεί να είναι βιομηχανικός designer. Ή αυτόκλητος σωτήρας. Στις ζωές άλλων. Όχι δεν θα είναι παρατηρητής. Ποτέ. Στην πέμπτη δημοτικού ο πατέρας μου με έστειλε αγγλικά και ζήτησε από την καθηγήτρια να είμαι παρατηρητής. Καλά αγγλικά τελικά δεν κατάφερα να μάθω από τότε  μέχρι σήμερα.  Ο ήρωάς μου θα είμαι εγώ. Κατά βάση. Όχι σε όλη την πλοκή. Δεν θα το πω ξεκάθαρα αλλά θα αφήσω να εννοηθεί, αργότερα. Θα σε παιδέψω αναγνώστη. Θα ζει σε ένα διαμέρισμα. Θα γνωρίσει μια γυναίκα σε ένα εστιατόριο. Αυτή θα είναι με μια φίλη της. Κι αυτή θα μένει σε ένα διαμέρισμα. Τις καλύτερες στιγμές με τον πατέρα μου τις πέρασα σε εστιατόρια. Συνήθως οι δυό μας, χωρίς τη μάνα μου. Στο μέλλον οι άνθρωποι θα μένουν σε διαμερίσματα. Μικρότερα από τα σημερινά. Τα σημερινά διαμερίσματα θα έχουν παλιώσει. Δεν θα τα συντηρεί κανένας. Στα κλιμακοστάσια και τους διαδρόμους θα υπάρχουν πολλά καλώδια.
Δεν θα μπω στον πειρασμό να μιλήσω για άλλους ανθρώπους. Συνήθως δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι. Συνήθως είμαστε μόνοι μας. Εγώ προσωπικά έχω περάσει πολύ χρόνο μόνος μου. Τα εσωτερικά των διαμερισμάτων δεν φαίνονται από το δρόμο. Σαν αυτά που βλέπω όταν ενίοτε πηγαίνω για ψυχοθεραπεία. Μιλάνε κι εγώ παρατηρώ τα έπιπλα. Τους πίνακες. Τα χαλιά. Τα βιβλία. Και λέω μέσα μου. Θα ήθελες να ζεις εδώ; Αλλά απάντηση δε δίνω, γιατί πρέπει να απαντήσω σε άλλα ερώτημα. Ποια ήταν η σχέση με τον πατέρα σας; Αναρωτιέμαι πότε ο άνθρωπος σταματάει να απαντάει σε ερωτήματα. Κάθε είδους. Όπως, τι θα φάμε σήμερα. Υπάρχουν και άλλων ειδών ερωτήματα. Υπαρξιακά. Που όλα τελικά κρύβουν το ένα και ουσιαστικό ερώτημα. Όταν θα πεθάνω θα εξαφανιστώ πλήρως; Ο ήρωάς μου δεν θα έχει τέτοια ερωτήματα. Θα έχει τις απαντήσεις. Ο ήρωάς μου θα είναι οπαδός. Οπαδός της παρέας, οπαδός της οικογένειας. Θα μπορεί να πεθάνει γι αυτά. Χωρίς δεύτερη κουβέντα. Και τότε ο Θεός της παρέας και ο Θεός της οικογένειας θα τον ανταμείψουν. Θα του επιτρέψουν να ξαναζήσει. Για δεύτερη φορά. Αλλά αυτός δεν θα το ξέρει. Την δεύτερη φορά. Ότι ζει για δεύτερη φορά. Η μνήμη αυτή θα επανέλθει σταδιακά.
Τώρα θα πάω στην αρχή του κειμένου να το ξαναδώ. Γιατί οι λέξεις, οι προτάσεις είναι σαν τους νευρώνες. Θέλουν συνάψεις. Πρέπει να φροντίσω γι’ αυτό. Αυτό θα τονίσω στο κείμενό μου. Τις συνάψεις. Ότι τα πάντα έχουν τελικά σχέση με τα πάντα. Όσο κι αν αυτό δεν είναι φανερό στην αρχή. Συνήθως το καταλαβαίνεις μετά από χρόνια. Βέβαια πολύ άνθρωποι πεθαίνουν χωρίς να το καταλάβουν. Πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν χωρίς να καταλάβουν πολλά πράγματα. Άλλοι πεθαίνουν χωρίς να καταλάβουν ότι υπάρχουν πολλά πράγματα. Και αφού πάω στην αρχή θα ξαναγυρίσω σ’ αυτό ακριβώς το σημείο. Από δω και πέρα η αφήγηση θα τρέξει. Ο ήρωάς μου θα θυμηθεί άλλη μια εικόνα των παιδικών του χρόνων. Μια συμμαθήτριά του που έμενε σ’ ένα σπίτι με μια αυλή στρωμένη με σπασμένα μάρμαρα. Ο ήρωάς μου θα είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπός. Καθημερινός. Θα πηγαίνει στα Goody’s και θα παραγγέλνει κλαμπ σάντουιτς και δε θα φοβάται. Δεν θα έχει πρόβλημα να τηλεφωνεί σε αγνώστους. Να πει τη γνώμη του. Αυτός θα είναι ο ήρωάς μου. Νομίζω.
Αυτό που τόσην ώρα προσπαθώ τελικά να πω είναι, ότι στον κόσμο του ήρωά μου δεν είναι δυνατόν δύο άνθρωποι να γνωριστούν μικροί, παίζοντας ανέμελοι στα χωράφια ή σε κάποιο παιδότοπο, να ερωτευθούν, να παντρευτούν και να γεράσουν μαζί. Δεν γίνεται έτσι. Φανταστικές ιστορίες εγώ δε γράφω.

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Film Festival


Έχω ένα παράθυρο 
Μια μηχανή που με γυρίζει πίσω
Συρμός πάνω σε ράγες ο νους
Προορισμός το παρελθόν
Ένα δύο τρία 
Έχω ένα χαλί κάτω από τα πόδια μου. Ακόμα
Έχω ένα βιβλίο με χίλιες εικόνες
Έχω έναν καθρέφτη απέναντί μου
Κι όμως. Το πρόβλημα δε σταματάει εδώ
Τα πράγματα που μ’ έφεραν εδώ δεν σταματούν
Να περιστρέφονται και να ζητούν
Μια άλλη οπτική
Δικαιωμά τους
Λέω να μην γυρίσω στο σπίτι μου απόψε
Μπλόκαρε η μνήμη της μηχανής
Ασύνδετα γεγονότα
Δείτε και μόνοι σας
Θα καταλάβετε







Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

ΦΥΣΑΡΜΌΝΙΚΑ - (έξι περιπτώσεις ανθρώπων)

Σκέφτομαι, τι σημασία έχουν τα λόγια των ανθρώπων. Αυτά που λέγονται. Γιατί τις περισσότερες φορές τα λόγια δε λέγονται. Εννοούνται. Κρύβονται. Οι πράξεις, αυτές μάλλον συμβαίνουν ευκολότερα. Νόημα έχουν και τα λόγια και οι πράξεις. Διαφορετικό κατά περίπτωση. Και βάρος. Ανάλογα. 

Τελευταία είδα πάλι το Νώντα. Να ποδηλατεί αγκομαχώντας στο Βαρδάρι. Για τον Νώντα θα πω. Στην αρχή. Τον ποδηλάτη, που τον βλέπω τα τελευταία είκοσι χρόνια στην Τσιμισκή το πρωί να πηγαίνει δυτικά με το ποδήλατό του. Πως ήταν νέος, δηλαδή πολύ νέος και τώρα σκλήρυνε η όψη του. Δεν ξέρω τίποτα άλλο γι’ αυτόν. Μόνο το όνομά του. Πού πηγαίνει κάθε πρωί; Τίποτα. Θα μπορούσε άραγε κανείς να γράψει κάτι ενδιαφέρον για τον Νώντα; Δεν ξέρω. Έχει οικογένεια, παιδιά, υποχρεώσεις. 

Ήξερα και έναν άλλο Νώντα. Πάλι μόνο ακουστά είχα γι’ αυτόν. Έπαιζε στους Blues Wire. Ή μήπως ήταν ο γενικών καθηκόντων; Δε θυμάμαι. Οι Blues Wire μου θυμίζουν το Κορδελιό. Στις αρχές της δεκαετίας του 80. Είχα συμμαθητές που έμεναν εκεί. Για ένα διάστημα πήγαινα πολύ συχνά εκεί. Αργότερα συνήθιζα να πηγαίνω στην Επτάλοφο. Ήταν σχετικά κοντά στο σπίτι μου και πήγαινα με τα πόδια, περνώντας πάνω από τις γραμμές του τρένου. Στη σιδερένια γέφυρα. Περπατούσα πολύ τότε. Αργότερα αγόρασα αυτοκίνητο και μείωσα πολύ το περπάτημα. Πριν φτάσω στο αυτοκίνητο για περίπου δέκα χρόνια κυκλοφορούσα στην πόλη με ποδήλατο. Τσιμισκή και Εγνατία κυρίως. Τώρα που το σκέφτομαι ήμουν τυχερός που δεν χτύπησα ποτέ. Εκείνο το ποδήλατο σκουριάζει τώρα σε μια αποθήκη στο πατρικό μου. Προχωρώ. 

Η ιστορία με τον Τάκη. Τον ξάδερφό μου, είναι κάτι σαν οικογενειακό ανέκδοτο. Με την ευρεία έννοια της οικογένειας. Ο Τάκης, λίγο μετά τα εξήντα σήμερα, όταν ήταν μικρός εντυπωσιάστηκε με την δουλειά του καντηλανάφτη στο χωριό. Δήλωνε σε όλους ότι όταν θα μεγάλωνε θα γινόταν κι αυτός καντηλανάφτης. Τα χρόνια πέρασαν και ο Τάκης πήγε φαντάρος. Εκεί, στο στρατόπεδο που υπηρετούσε, του πρότειναν να φροντίζει το μικρό ναό και θα γλίτωνε από τα υπόλοιπα. Όμως μέσα στ’ άλλα έπρεπε να κάνει και τον καντηλανάφτη. Ο Τάκης το σκέφτηκε και δεν δέχτηκε. Το θεώρησε κακό. Έκανε καλά όμως; Δεν ξέρω. Μάλλον κι αυτός θα αναρωτιέται σήμερα σαράντα και χρόνια μετά. Θέλω να πω, πώς θα ήταν η ζωή του Τάκη αν τελικά δεχόταν τη θέση του καντηλανάφτη; Γιατί ο Τάκης τελικά έγινε άνθρωπος της εκκλησίας. Δεν τα πήγαινε καλά με τον πατέρα του. Από πολύ μικρός ήρθε σε ρήξη μαζί του. Δύσκολος άνθρωπος ο πατέρας του. Έμαθα ότι στην Αλβανία το 40 σκότωσε πολλούς Ιταλούς. Χασάπης ήταν το επάγγελμά του. Πριν και μετά τον πόλεμο. Με τον πατέρα του δεν τα πήγαινε καλά κι ο Ηλίας. Παιδικός μου φίλος. Τις προάλλες με βρήκε ο πατέρας του στο δρόμο. Καμιά δουλειά για τον Ηλία. Τα βρόντηξε στο εργοστάσιο. Ναι, θα το κοιτάξω. Κι έφυγα. Τι να του πω; Φταις εσύ για το γιο σου;

Μου κάνει εντύπωση όταν κάποιοι, που τους γνωρίζω καιρό, δεν μνημονεύουν ποτέ τα αδέρφια τους. Μπορεί να σου λένε χίλια δυο για διάφορους. Κοινούς γνωστούς, άλλους συγγενείς. Αυτό συμβαίνει και με τον κύριο Πάνο. Δε μιλάει για τον αδερφό του ποτέ. Αναμενόμενο για πολλούς λόγους. Μπορεί να λέει χίλιες δυο άλλες μπαρούφες αλλά για τον αδερφό του, τίποτα.

Ήρθε τις προάλλες να με βρει στη δουλειά ο Αντωνάκης. Το υποκοριστικό του έμεινε από παλιά όταν δουλεύαμε μαζί για μερικά χρόνια. Μάλλον επειδή δεν του κόβει και πολύ τελικά. Ζήτησε τη γνώμη μου για διάφορα. 
- Η αδερφή μου τη φοβάται τη μάνα μας, μου είπε. Την αδερφή του τη θυμάμαι αμυδρά. Είχαμε συναντηθεί μια δυο φορές πριν είκοσι χρόνια περίπου.
- Την είχε βάλει παλιά δύο μήνες σε ψυχιατρική κλινική. Γι’ αυτό τη φοβάται. Μήπως περάσει τα ίδια. Η αδερφή μου βλέπει φαντάσματα το βράδυ και δεν μπορεί να κοιμηθεί μόνη της.

Άλλη περίπτωση. Το Μάκη τον ξέρω από παλιά. Για σχεδόν τέσσερα χρόνια κάναμε συχνά παρέα. Σχεδόν κάθε μέρα. Κολλητός. Ο Μάκης από τότε ήταν πολύ χοντρός και κάπνιζε υπερβολικά. Τυχαία συνάντησα επαγγελματικά κάποιον, που πάνω στην κουβέντα έμαθα πως είναι θείος του.
- Τι κάνει ο Μάκης; τον ρωτάω, έχω δέκα χρόνια να τον δω.
- Καλά είναι, μου λέει.
- Ακόμα καπνίζει σα φουγάρο;
- Ακόμα.
- Να του πεις να το κόψει. Θα πεθάνει πριν την ώρα του, του λέω.
- Έχει βάσανα ο Μάκης, πού να το κόψει.
- Δηλαδή;
- Καλά δεν ξέρεις;
- Τι να ξέρω;
- Ο Μάκης σκότωσε τον πατέρα του, όταν ήταν δώδεκα χρονών.
- Πώς δηλαδή;
- Ο πατέρας του κυνηγούσε και όταν ο Μάκης έγινε δώδεκα τον πήγε στο βουνό να του δείξει τα κόλπα. Πώς λειτουργεί η καραμπίνα και άλλα. 

Εκείνη τη μέρα λοιπόν ο Μάκης σκότωσε τον πατέρα του. 
Ατύχημα. Έτσι έμαθα την αλήθεια για το Μάκη.