Σκέφτομαι, τι σημασία έχουν τα λόγια των ανθρώπων. Αυτά που λέγονται. Γιατί τις περισσότερες φορές τα λόγια δε λέγονται. Εννοούνται. Κρύβονται. Οι πράξεις, αυτές μάλλον συμβαίνουν ευκολότερα. Νόημα έχουν και τα λόγια και οι πράξεις. Διαφορετικό κατά περίπτωση. Και βάρος. Ανάλογα.
Η ιστορία με τον Τάκη. Τον ξάδερφό μου, είναι κάτι σαν οικογενειακό ανέκδοτο. Με την ευρεία έννοια της οικογένειας. Ο Τάκης, λίγο μετά τα εξήντα σήμερα, όταν ήταν μικρός εντυπωσιάστηκε με την δουλειά του καντηλανάφτη στο χωριό. Δήλωνε σε όλους ότι όταν θα μεγάλωνε θα γινόταν κι αυτός καντηλανάφτης. Τα χρόνια πέρασαν και ο Τάκης πήγε φαντάρος. Εκεί, στο στρατόπεδο που υπηρετούσε, του πρότειναν να φροντίζει το μικρό ναό και θα γλίτωνε από τα υπόλοιπα. Όμως μέσα στ’ άλλα έπρεπε να κάνει και τον καντηλανάφτη. Ο Τάκης το σκέφτηκε και δεν δέχτηκε. Το θεώρησε κακό. Έκανε καλά όμως; Δεν ξέρω. Μάλλον κι αυτός θα αναρωτιέται σήμερα σαράντα και χρόνια μετά. Θέλω να πω, πώς θα ήταν η ζωή του Τάκη αν τελικά δεχόταν τη θέση του καντηλανάφτη; Γιατί ο Τάκης τελικά έγινε άνθρωπος της εκκλησίας. Δεν τα πήγαινε καλά με τον πατέρα του. Από πολύ μικρός ήρθε σε ρήξη μαζί του. Δύσκολος άνθρωπος ο πατέρας του. Έμαθα ότι στην Αλβανία το 40 σκότωσε πολλούς Ιταλούς. Χασάπης ήταν το επάγγελμά του. Πριν και μετά τον πόλεμο. Με τον πατέρα του δεν τα πήγαινε καλά κι ο Ηλίας. Παιδικός μου φίλος. Τις προάλλες με βρήκε ο πατέρας του στο δρόμο. Καμιά δουλειά για τον Ηλία. Τα βρόντηξε στο εργοστάσιο. Ναι, θα το κοιτάξω. Κι έφυγα. Τι να του πω; Φταις εσύ για το γιο σου;
Μου κάνει εντύπωση όταν κάποιοι, που τους γνωρίζω καιρό, δεν μνημονεύουν ποτέ τα αδέρφια τους. Μπορεί να σου λένε χίλια δυο για διάφορους. Κοινούς γνωστούς, άλλους συγγενείς. Αυτό συμβαίνει και με τον κύριο Πάνο. Δε μιλάει για τον αδερφό του ποτέ. Αναμενόμενο για πολλούς λόγους. Μπορεί να λέει χίλιες δυο άλλες μπαρούφες αλλά για τον αδερφό του, τίποτα.
Ήρθε τις προάλλες να με βρει στη δουλειά ο Αντωνάκης. Το υποκοριστικό του έμεινε από παλιά όταν δουλεύαμε μαζί για μερικά χρόνια. Μάλλον επειδή δεν του κόβει και πολύ τελικά. Ζήτησε τη γνώμη μου για διάφορα.
- Η αδερφή μου τη φοβάται τη μάνα μας, μου είπε. Την αδερφή του τη θυμάμαι αμυδρά. Είχαμε συναντηθεί μια δυο φορές πριν είκοσι χρόνια περίπου.
Τελευταία είδα πάλι το Νώντα. Να ποδηλατεί αγκομαχώντας στο Βαρδάρι. Για τον Νώντα θα πω. Στην αρχή. Τον ποδηλάτη, που τον βλέπω τα τελευταία είκοσι χρόνια στην Τσιμισκή το πρωί να πηγαίνει δυτικά με το ποδήλατό του. Πως ήταν νέος, δηλαδή πολύ νέος και τώρα σκλήρυνε η όψη του. Δεν ξέρω τίποτα άλλο γι’ αυτόν. Μόνο το όνομά του. Πού πηγαίνει κάθε πρωί; Τίποτα. Θα μπορούσε άραγε κανείς να γράψει κάτι ενδιαφέρον για τον Νώντα; Δεν ξέρω. Έχει οικογένεια, παιδιά, υποχρεώσεις.
Ήξερα και έναν άλλο Νώντα. Πάλι μόνο ακουστά είχα γι’ αυτόν. Έπαιζε στους Blues Wire. Ή μήπως ήταν ο γενικών καθηκόντων; Δε θυμάμαι. Οι Blues Wire μου θυμίζουν το Κορδελιό. Στις αρχές της δεκαετίας του 80. Είχα συμμαθητές που έμεναν εκεί. Για ένα διάστημα πήγαινα πολύ συχνά εκεί. Αργότερα συνήθιζα να πηγαίνω στην Επτάλοφο. Ήταν σχετικά κοντά στο σπίτι μου και πήγαινα με τα πόδια, περνώντας πάνω από τις γραμμές του τρένου. Στη σιδερένια γέφυρα. Περπατούσα πολύ τότε. Αργότερα αγόρασα αυτοκίνητο και μείωσα πολύ το περπάτημα. Πριν φτάσω στο αυτοκίνητο για περίπου δέκα χρόνια κυκλοφορούσα στην πόλη με ποδήλατο. Τσιμισκή και Εγνατία κυρίως. Τώρα που το σκέφτομαι ήμουν τυχερός που δεν χτύπησα ποτέ. Εκείνο το ποδήλατο σκουριάζει τώρα σε μια αποθήκη στο πατρικό μου. Προχωρώ.
Η ιστορία με τον Τάκη. Τον ξάδερφό μου, είναι κάτι σαν οικογενειακό ανέκδοτο. Με την ευρεία έννοια της οικογένειας. Ο Τάκης, λίγο μετά τα εξήντα σήμερα, όταν ήταν μικρός εντυπωσιάστηκε με την δουλειά του καντηλανάφτη στο χωριό. Δήλωνε σε όλους ότι όταν θα μεγάλωνε θα γινόταν κι αυτός καντηλανάφτης. Τα χρόνια πέρασαν και ο Τάκης πήγε φαντάρος. Εκεί, στο στρατόπεδο που υπηρετούσε, του πρότειναν να φροντίζει το μικρό ναό και θα γλίτωνε από τα υπόλοιπα. Όμως μέσα στ’ άλλα έπρεπε να κάνει και τον καντηλανάφτη. Ο Τάκης το σκέφτηκε και δεν δέχτηκε. Το θεώρησε κακό. Έκανε καλά όμως; Δεν ξέρω. Μάλλον κι αυτός θα αναρωτιέται σήμερα σαράντα και χρόνια μετά. Θέλω να πω, πώς θα ήταν η ζωή του Τάκη αν τελικά δεχόταν τη θέση του καντηλανάφτη; Γιατί ο Τάκης τελικά έγινε άνθρωπος της εκκλησίας. Δεν τα πήγαινε καλά με τον πατέρα του. Από πολύ μικρός ήρθε σε ρήξη μαζί του. Δύσκολος άνθρωπος ο πατέρας του. Έμαθα ότι στην Αλβανία το 40 σκότωσε πολλούς Ιταλούς. Χασάπης ήταν το επάγγελμά του. Πριν και μετά τον πόλεμο. Με τον πατέρα του δεν τα πήγαινε καλά κι ο Ηλίας. Παιδικός μου φίλος. Τις προάλλες με βρήκε ο πατέρας του στο δρόμο. Καμιά δουλειά για τον Ηλία. Τα βρόντηξε στο εργοστάσιο. Ναι, θα το κοιτάξω. Κι έφυγα. Τι να του πω; Φταις εσύ για το γιο σου;
Μου κάνει εντύπωση όταν κάποιοι, που τους γνωρίζω καιρό, δεν μνημονεύουν ποτέ τα αδέρφια τους. Μπορεί να σου λένε χίλια δυο για διάφορους. Κοινούς γνωστούς, άλλους συγγενείς. Αυτό συμβαίνει και με τον κύριο Πάνο. Δε μιλάει για τον αδερφό του ποτέ. Αναμενόμενο για πολλούς λόγους. Μπορεί να λέει χίλιες δυο άλλες μπαρούφες αλλά για τον αδερφό του, τίποτα.
Ήρθε τις προάλλες να με βρει στη δουλειά ο Αντωνάκης. Το υποκοριστικό του έμεινε από παλιά όταν δουλεύαμε μαζί για μερικά χρόνια. Μάλλον επειδή δεν του κόβει και πολύ τελικά. Ζήτησε τη γνώμη μου για διάφορα.
- Την είχε βάλει παλιά δύο μήνες σε ψυχιατρική κλινική. Γι’ αυτό τη φοβάται. Μήπως περάσει τα ίδια. Η αδερφή μου βλέπει φαντάσματα το βράδυ και δεν μπορεί να κοιμηθεί μόνη της.
Άλλη περίπτωση. Το Μάκη τον ξέρω από παλιά. Για σχεδόν τέσσερα χρόνια κάναμε συχνά παρέα. Σχεδόν κάθε μέρα. Κολλητός. Ο Μάκης από τότε ήταν πολύ χοντρός και κάπνιζε υπερβολικά. Τυχαία συνάντησα επαγγελματικά κάποιον, που πάνω στην κουβέντα έμαθα πως είναι θείος του.
- Τι κάνει ο Μάκης; τον ρωτάω, έχω δέκα χρόνια να τον δω.
- Καλά είναι, μου λέει.
- Ακόμα καπνίζει σα φουγάρο;
- Ακόμα.
- Να του πεις να το κόψει. Θα πεθάνει πριν την ώρα του, του λέω.
- Έχει βάσανα ο Μάκης, πού να το κόψει.
- Δηλαδή;
- Καλά δεν ξέρεις;
- Τι να ξέρω;
- Ο Μάκης σκότωσε τον πατέρα του, όταν ήταν δώδεκα χρονών.
- Πώς δηλαδή;
- Ο πατέρας του κυνηγούσε και όταν ο Μάκης έγινε δώδεκα τον πήγε στο βουνό να του δείξει τα κόλπα. Πώς λειτουργεί η καραμπίνα και άλλα.
Άλλη περίπτωση. Το Μάκη τον ξέρω από παλιά. Για σχεδόν τέσσερα χρόνια κάναμε συχνά παρέα. Σχεδόν κάθε μέρα. Κολλητός. Ο Μάκης από τότε ήταν πολύ χοντρός και κάπνιζε υπερβολικά. Τυχαία συνάντησα επαγγελματικά κάποιον, που πάνω στην κουβέντα έμαθα πως είναι θείος του.
- Τι κάνει ο Μάκης; τον ρωτάω, έχω δέκα χρόνια να τον δω.
- Καλά είναι, μου λέει.
- Ακόμα καπνίζει σα φουγάρο;
- Ακόμα.
- Να του πεις να το κόψει. Θα πεθάνει πριν την ώρα του, του λέω.
- Έχει βάσανα ο Μάκης, πού να το κόψει.
- Δηλαδή;
- Καλά δεν ξέρεις;
- Τι να ξέρω;
- Ο Μάκης σκότωσε τον πατέρα του, όταν ήταν δώδεκα χρονών.
- Πώς δηλαδή;
- Ο πατέρας του κυνηγούσε και όταν ο Μάκης έγινε δώδεκα τον πήγε στο βουνό να του δείξει τα κόλπα. Πώς λειτουργεί η καραμπίνα και άλλα.
Εκείνη τη μέρα λοιπόν ο Μάκης σκότωσε τον πατέρα του.
Ατύχημα. Έτσι έμαθα την αλήθεια για το Μάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου