Ετικέτες

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

ΜΟΝΟΜΕΡΕΙΑ


Φέρνω ξανά στο νου μου το συμβάν
Σκέφτομαι
Ήταν μια ευκαιρία  του εαυτού να ξεφύγει
Από λεπτομέρειες και λογικές παγίδες
Και άλλα παρόμοια σχήματα
Ένας αφορισμός στο τώρα
Μια αφορμή για το απίθανο
Όμως δεν συνέβη τίποτα

Συνέχισα να περπατώ
Σήμερα βρέχει μου είπε
Θα κάνει πολύ το νερό να καθαρίσει
Μην στέκεστε έξω θα βραχείτε
Μπαίνω
Βλέπω από το παράθυρο
Την  ιστορία αλλιώς
Πρωί, κατηφορικός δρόμος
Δυσανεξία στο γάλα
Μάλλινο πουλόβερ
Τρία ποδήλατα
Δε βγάζω νόημα
Ρωτώ, πως το κάνεις αυτό;
Καμιά απάντηση
Ανοίγω την πόρτα και φεύγω
Χωρίς να χαιρετήσω


Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

ΕΦΤΑ ΧΑΙΚΟΥ



Ξεκινώ πρωί
Βρεγμένοι δρόμοι, μόνος
Πότε θα σε δω;





Ξύλινη πόρτα
Διστάζω να χτυπήσω
Γυρνώ και φεύγω




Βόλτα στο βουνό
Μήνες μετά θα σου΄χω
Λικέρ με κράνα






Θάλασσα θέλω
Μόνο να σε κοιτάζω
Από το βουνό




Μεγάλοι δρόμοι
Πολλά αυτοκίνητα
Περπατώ μόνος






Κοφτές ανάσες
Στο φως του φεγγαριού
Ένας έρωτας




Δώσε μου λίγο
Από το χθες που έχασα
Πριν σε γνωρίσω







Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

ΤΑΚΑ - ΤΑΚΑ (παιχνίδι δεκαετίας 70)



Την δεκαετία του 70, εκτός του τραγουδιού τάκα-τάκα με τον Τέρη Χρυσό, υπήρχε και το παιχνίδι τάκα-τάκα. Το παιχνίδι αυτό, που έγινε παγκόσμιο σουξέ, απαγορεύτηκε τελικά γιατί θεωρήθηκε επικίνδυνο και γιατί ήταν θορυβώδες. Ένα τέτοιο λοιπόν παιχνίδι ανακάλυψα τις προάλλες στα πράγματά μου και σας το δείχνω. Στο διαδίκτυο μπορείτε να το αναζητήσετε και ως click clacks ή clackers ή kerbanger. Ήταν απλό στη σύλληψη όπως όλες οι μεγάλες ιδέες. Δύο μπάλες από σκληρό και ανθεκτικό πλαστικό διαμέτρου περίπου 4cm, που κρέμονται από δύο σχοινάκια μήκους περίπου 20cm, τα οποία είναι δεμένα σε ένα μεταλλικό δαχτυλίδι. Για το πως παιζόταν το παιχνίδι δείτε το βίντεο (απόδειξη για τον εκνευριστικό θόρυβο είναι το γεγονός ότι κάποια στιγμή ο σκύλος του σπιτιού ενοχλείται και γαβγίζει). Εκείνη την εποχή θυμάμαι, υπήρχαν κάποιοι που μπορούσαν να χτυπάνε τις μπάλες για πολλά λεπτά της ώρας.


Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ


Ο πατέρας της ήταν μαρμαράς. Θα έλεγε κανείς πως κάποιος πρόγονός του ήταν γύφτος. Τόσο μαυριδερός ήταν. Ο Τάκης ο αφρικάνος. Έτσι τον έλεγαν πίσω από την πλάτη του. Στο εργοστάσιο. Όταν ήταν σε λειτουργία όλοι όσοι δούλευαν εκεί ήταν συγγενείς. Εσωτερικοί μετανάστες από το ίδιο χωριό. Μετά πέρασε ο κεντρικός δρόμος από κει και το γκρέμισαν. Η Σοφία όμως, η κόρη του, πήρε από τη μάνα της. Η κυρά Γεωργία. Αρχοντογυναίκα. Από ένα χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη. Ντόπια. Εργαστήριο και σπίτι απέναντι σχεδόν από την είσοδο των σφαγείων. Μπροστά η αυλή, στρωμένη με σπασμένα μάρμαρα, για να μην λασπώνει το χειμώνα. Το καλοκαίρι το φως πέφτοντας πάνω στα άσπρα μάρμαρα έφτιαχνε ένα απόκοσμο σκηνικό, σαν από ταινία του Δαμιανού.  Στην έκτη δημοτικού η Σοφία άλλαξε σχολείο. Τριθέσιο, απέναντι από το Φιξ. Έτσι συναντήθηκαν. Μοναχοπαίδια και τα δύο, μάλλον καλομαθημένα. Έκαναν παρέα στο σχολείο. Μετά τους πρώτους μήνες, τις Κυριακές, αν ο καιρός ήταν καλός, ο Πρόδρομος με τη μάνα του πήγαιναν επίσκεψη στης Σοφίας. Τα παιδιά έβγαιναν στην αυλή. Συνήθως δεν έπαιζαν, περισσότερο συζητούσαν κάτω από το μοναδικό πεύκο βλέποντας τα αυτοκίνητα να περνούν.  Οι επισκέψεις συνεχίστηκαν και το καλοκαίρι. Αραιότερα. Την επόμενη χρονιά πήγαν σε διαφορετικά γυμνάσια. Οι συναντήσεις τους αραίωσαν.  Στη δευτέρα γυμνασίου, ξεκίνησαν αγγλικά, στο μοναδικό φροντιστήριο της περιοχής απέναντι από το σιδηροδρομικό σταθμό, στο ίδιο τμήμα. Το σπίτι του Πρόδρομου ήταν κάπου ανάμεσα, οπότε όταν είχαν μάθημα η Σοφία πήγαινε στο σπίτι του Πρόδρομου με τη μάνα της και μετά συνέχιζαν μαζί με τα πόδια, ενώ οι μανάδες τους έμεναν πίσω για καφέ και κουβέντα. Είχαν περισσότερο χρόνο οι άνθρωποι τότε. Η διαδρομή μέχρι το φροντιστήριο ήταν περίπου είκοσι λεπτά. Δύο φορές την εβδομάδα. Κανονικό ραντεβού. Κάποια μέρα, πριν από τα Χριστούγεννα, στο γυρισμό, τού έπιασε το χέρι. Του άρεσε. Μετά από μερικές μέρες, κάπου στη Μοναστηρίου χώθηκαν στην σκοτεινή είσοδο ενός ξυλουργείου και φιλήθηκαν. Η περιπέτεια είχε αρχίσει. Το εικοσάλεπτο της επιστροφής έγινε μισάωρο και κάποιες φορές σαραντάλεπτο. Είχαν εντοπίσει τις διαθέσιμες σκοτεινές κρυψώνες στη διαδρομή και κάθε φορά σταματούσαν σε διαφορετικό μέρος για να μη δίνουν στόχο. Ο Πρόδρομος είχε πει σε γενικές γραμμές το τι γινόταν στο φίλο του τον Καρυώτη κι αυτός όλο ενθουσιασμό τον συμβούλευε. Είχε μεγαλύτερο αδερφό αυτός και άκουγε περισσότερα. Κάπου στις Απόκριες όμως τα πράγματα άλλαξαν. Ο πατέρας της Σοφίας αγόρασε αυτοκίνητο, Φίατ 127 μεταχειρισμένο, οπότε την πήγαινε και την έφερνε πλέον αυτός. Παρ’ όλη την πρόοδο της τεχνολογίας και την αλλαγή των ηθών η πορεία τους από εκεί και πέρα ήταν κοινή. Τελικά μετά από κάποιες περιπέτειες παντρεύτηκαν δεκαπέντε χρόνια μετά. Αγόρασαν ένα διαμέρισμα στη Νεάπολη. Μαθημένοι στην ανοιχτωσιά η ζωή στο διαμέρισμα τους φάνηκε δύσκολη στην αρχή. Σύντομα ήρθε και ένα παιδί. Αγόρι. Τρία χρόνια αργότερα και μια κόρη. Ο Ηλίας και η Γεωργία. Το σπίτι τους μάλλον απλό. Το αγόρασαν καινούργιο. Η μάνα της Σοφίας πούλησε ένα χωράφι, έβαλαν και μετρητά. Αισθητική της δεκαετίας του ογδόντα, οδεύοντας για ενενήντα. Τα έπιπλα τα έκαναν στου Καρυώτη. Το φιλαράκι του Πρόδρομου, που πήρε το επιπλοποιείο του πατέρα του. Προθυμοποιήθηκε μάλιστα να τους παντρέψει αυτός. Αλλά ο Πρόδρομος φοβήθηκε ξέροντας τι μπήχτης ήταν ο Καρυώτης.  Έτσι ήταν ο Πρόδρομος. Φοβόταν. Το ήξερε αυτό η Σοφία και της άρεσε. Το είχε καταλάβει και η μάνα της. Όλο και της πετούσε κάτι μπηχτές. Δεν τα πήγαιναν πολύ καλά οικονομικά. Η Σοφία δούλευε λογίστρια στη λαχαναγορά ενώ ο Πρόδρομος ηλεκτρολόγος. Υπάλληλος σε εμπορικό. Τα απογεύματα και τα Σαββατοκύριακα έκανε και κανένα μερεμέτι. Προσπάθησε να μπει στη ΔΕΗ αλλά δεν τα κατάφερε. Για τη ΔΕΗ του έλεγε ο Μπούτσκος, το άλλο φιλαράκι του. Αυτός ήταν καλός στο πάκμαν. Κάθε απόγευμα στην Επτάλοφο, χαμηλά μετά τη γέφυρα. Μετά το γάμο ο Πρόδρομος πήγαινε στην Επτάλοφο μόνο τις Κυριακές. Το στέκι τώρα είχε μεταφερθεί στην πλατεία. Το φραπόγαλο αντικαταστάθηκε από φρέντο. Τα χρόνια περνούσαν. Η κατάσταση δεν άλλαζε ιδιαίτερα. Το πάκμαν ξεπεράστηκε. Τα ηλεκτρονικά παιχνίδια γίνονταν όλο και καλύτερα.  Τα γραφικά, η κίνηση των ηρώων. Ο Πρόδρομος έβλεπε τον γιό του να καλωδιώνεται κανονικά και όλο του φώναζε. Τι μέλλον θα έχουν αυτά τα παιδιά σκεφτόταν. Γιατί ο Πρόδρομος εκτός από φοβητσιάρης που ήταν, ανησυχούσε για τα πάντα. Ιδίως για τα παιδιά του. Σε τίποτα δεν έμοιασε τον πατέρα του. Τον Ηλία. Ο Ηλίας ήταν ο πρώτος που πέθανε από τα συμπεθέρια. Δουλεμένος άνθρωπος όπως έλεγε η μάνα του Πρόδρομου. Η Βασίλω. Είχε βγει στη σύνταξη στα εξήντα ένα. Αναπηρική. Ήταν η χρονιά που γεννήθηκε ο εγγονός του. Δούλευε από δώδεκα χρονών. Είχε δουλέψει στη Γερμανία, μετά στην Αθήνα και κατέληξε στη Θεσσαλονίκη. Μέχρι και στο ΣΕΚ δούλεψε. Αφορμή για τη σύνταξη στάθηκε ένα ατύχημα που είχε στη δουλειά. Έσκασε ένα βαρέλι και το καπάκι τον κτύπησε στο κούτελο. Δεν έπαθε τίποτα ιδιαίτερο αλλά το εκμεταλλεύτηκε.  Μην είσαι κορόιδο Ηλία του έλεγε ο Τάσος στο καφενείο. Ο Τάσος δούλευε στο ΑΓΝΟ και είχε βγει στη σύνταξη στα σαράντα εφτά του. Πλήρη σύνταξη. Δώδεκα χρόνια έζησε σαν συνταξιούχος ο Ηλίας. Τελευταία σπάνια έβγαινε από την αυλή. Δεν τον βαστούσαν πια τα πόδια του. Έφυγε μέσα σε μερικές μέρες. Δεκέμβρης ήταν, προπαραμονή Χριστουγέννων. Ο Πρόδρομος έκλαψε πολύ στην κηδεία. Ο πρώτος δικός του άνθρωπος που έχανε. Ήταν πλέον σαραντάρης. Ευτυχώς που είχε τη Σοφία. Αυτή τον στήριζε. Κάποτε της είχε πει πως αν δεν την γνώριζε δεν θα κατάφερνε τίποτα στη ζωή του. Την αγαπούσε πολύ. Τα παιδιά μεγάλωσαν ο Ηλίας αποδείχτηκε πολύ προκομμένο παιδί. Τα έπαιρνε τα γράμματα. Έγινε τελικά γιατρός. Η Γεωργία παντρεύτηκε έναν μεξικανό αρχαιολόγο, τον Λουί, που τον γνώρισε σε πρόγραμμα ανταλλαγών στο πανεπιστήμιο. Εγκαταστάθηκαν τελικά το Μπαθ της Αγγλίας. Πολύ τον πείραξε τον Πρόδρομο. Αλλά το αποδέχτηκε τελικά. Ο Πρόδρομος χαιρόταν για τα παιδιά του, ένιωθε ότι έκαναν ότι πρέπει να κάνουν όλα τα παιδιά. Να ξεπεράσουν τους γονείς τους. Ο Πρόδρομος κατά βάθος ήταν πολύ συντηρητικός άνθρωπος. Δεν του άρεσαν οι αλλαγές.   Η Σοφία ήταν αλλιώς. Αυτή ήταν η κολώνα της οικογένειας. Αυτή έπαιρνε τις αποφάσεις. Τα παιδιά έφυγαν από το σπίτι. Το διαμέρισμα πλέον τους φαινόταν μεγάλο. Μιλούσαν με την κόρη τους στην Αγγλία βλέποντάς την ζωντανά στην οθόνη και τον Πρόδρομο τον έπιανε το παράπονο. Δεν είχε καταφέρει να μάθει τις νέες τεχνολογίες. Το Skype. Και ανησυχούσε. Για τον εγγονό του τον Μάκη. Που τον έβλεπε συνήθως τις Κυριακές. Έτσι ήταν ο Πρόδρομος. Φοβόταν και ανησυχούσε. Αλλά είχε τη Σοφία για στήριγμα. Τη Σοφία του. Που έφυγε πρώτη. Λίγο μετά τα ογδόντα. Βασανίστηκε. Δύο ατέλειωτα χρόνια. Τη θάψανε καλοκαίρι. Ιούλιος. Ήρθαν και τα παιδιά από την Αγγλία. Μια βδομάδα μετά ο Πρόδρομος με τον γιό του πήγαν στο μαρμαράδικο, απέναντι από το νεκροταφείο για τον τάφο. Διάλεξαν τα υλικά, κανόνισαν την τιμή και πηγαίνοντας προς το αυτοκίνητο, ο ήλιος που λαμπύριζε πάνω στα λευκά μάρμαρα τον τύφλωσε. Γύρισε το κεφάλι ψάχνοντας μάταια για τη Σοφία.

ΦΙΛΟΣ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΟΣ
















Διέκοψα τη συγγραφή
Περίπου δύο δεκαετίες πριν.
Κανονικά θα’πρεπε να’χω να πω πολλά.
Για τη ζωή που μεσολάβησε από τότε.
Όμως εμένα με γοητεύουν ακόμη φράσεις όπως
Βρουμ Παραπάμπο! Ολαλά! ή
Ο Ζάϊκος έμαθε μόνος του κιθάρα και αγγλικά.
Απομεινάρια εφηβικής ποίησης.
Όχι δικά μου.
Αυτά τα έχασα σε κάποια εκκαθάριση.
Όπως τα φαινόμενα του σήμερα
Σχετίζονται κυρίως με περιστατικά
Προχωρημένης ουλίτιδας.
Έτσι χάθηκε κάθε μαγεία. Κάθε μυστήριο.
Όλοι έχουν κάτι να πουν για τους άλλους.
Φαντάζομαι.
Με άλλα λόγια, μένω και πάλι έκπληκτος.



Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

ΟΔΟΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ


Μικρό ο πατέρας μου
με πήγαινε στο μαγειρείο του Πάνου.
Όχι στα σουβλατζίδικα.
Τις μέρες που έλειπε η μάνα μου.
 Συνήθως Σάββατα.
Μπαίνοντας μύριζε το μηχανέλαιο
πιότερο απ’ τα φαγιά.
Καθότι εκεί έτρωγαν οι μουτζούρηδες
απ' τα γύρω μηχανουργεία.
Μακρόστενο το μαγαζί
Κι η κουζίνα στο βάθος.
Τετράγωνα τραπέζια με μάρμαρο.
Εγώ, έπαιρνα συνήθως
ψητό φούρνου με πατάτες.
Ο γιός του σουβλατζή, απέναντι,
το’χει ακόμα το μαγαζί.
Με το ίδιο όνομα.


Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

ABANDONED


Με τις ιστορίες δυσκολεύομαι
Όταν η ροή των γεγονότων δε βγάζει νόημα και
Οι ήρωες μοιάζουν υπνωτισμένοι
Καθώς τον παιδεμό τους περιμένουν
Από τον Ποιητή.
Αυτό που έμαθα να κάνω είναι νομίζω
Να παρατηρώ ανάποδα τα πράγματα
Καθισμένος ήσυχος στη γωνιά μου.
Σχεδόν ακίνητος
Τον ήχο του αέρα τη νύχτα
Το νερό στα ρείθρα όταν βρέχει
Τη γεωμετρία του χρόνου
Καθώς έτσι έχουν τα πράγματα
Στη δική μου ζωή, θα έλεγα ότι
Η ζωή του Αρκαμένη μου είναι αδιάφορη
Οι έρωτές του, ξέρετε
Όπως και οι ραδιουργίες του Τικέριου.
Θέλω να πω,
Μη με ρωτάτε αν
Υπάρχει ζωή στον έρημο πλανήτη

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

ΜΙΑ ΖΩΗ


Όταν ήρθε η ώρα να γράψει για τη ζωή του
Τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν
Αφιέρωσε τις περισσότερες σελίδες
Στον πόλεμο, στις καταστροφές, στην πείνα
Στις δυσκολίες της παιδικής ηλικίας
Ελάχιστα για την οικογένεια που έκανε αργότερα
Τα παιδιά του, τις σπουδές, τη δουλειά
Τις άλλες ασχολίες
Οι περιπέτειες της νιότης
Αυτές τον σημάδεψαν, αυτές νοσταλγούσε.

Όταν αργότερα πέθανε
Στα πράγματά του βρήκα ένα πιστόλι
Που το φύλαγε από τα χρόνια του πολέμου
Το πέταξα στα σκουπίδια δίχως άλλη σκέψη.


ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΚΥΡΙΑΚΗ


Δίπλα στο σπίτι μας έμενε ένας χωροφύλακας
Τα παιδιά του λίγο μικρότερα από μένα
Οι φωνές και τα παιχνίδια τους ακουγόταν καθαρά
Τις Κυριακές
Τα ζήτω του πατέρα.
Τότε η μάνα μου θυμόταν που τον είδε στο Καπάνι
Να χτυπάει με μανία έναν ζητιάνο.
Μην τύχει και ζηλέψω την ευτυχία των γειτόνων.


Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

ΕΛΠΗΝΟΡΑΣ


Διάβασα την περιγραφή
Του τραγικού συμβάντος, όμως
Ένα ερώτημα κυρίευσε το νου μου
Τι γύρευε ο Ελπήνορας
Στου παλατιού τη στέγη;
Είπαν ήταν πιωμένος 
Γι αυτό έπεσε
Στις πέτρες πάνω
Τσακίστηκε το κορμί του
Απλώσαν τα μυαλά στις πέτρες.
Αργότερα στον Άδη
Απ’ τον παλιό του σύντροφο
Τον Οδυσσέα
Ζήτησε κανονική ταφή
Όλο το τυπικό να γίνει
Χάρηκε που τον είδε αλήθεια
Δεν πονηρεύτηκε καθόλου
Δεν άντεχε όμως άλλο η ψυχή
την περιπλάνηση
Να βλέπει τα ίδια και τα ίδια
Τόσον καιρό
Γύρευε γαλήνη
Ανταποκρίθηκε ο Πολυμήχανος
Κι όλα γινήκανε σωστά

‘Όμως εγώ αυτά δεν τα πιστεύω
Ο μύθος όλα δεν τα λέει
Τον είδαν και τον άφησαν;
Ή μάταια ψάχναν;
Ή μήπως χέρι συντρόφου
Έσπρωξε  από ψηλά το παλικάρι
Το ψάχνω. Μαζί με τ’ άλλα.
























Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΔΕΚΑΕΤΙΑ '80


ΕΦΗ, ΑΝΝΑ & ΚΑΤΙΑ, δε θυμάμαι που βρισκόταν. 
Τα άλλα, ναι.

ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ


Στην κρήνη της πλατείας το νερό
Έτρεχε το ίδιο συνεχώς
Τις μέρες που έβρεχε και τις άλλες 
Που δεν έβρεχε
Μα πως είναι δυνατόν σκεφτόταν
Που πάει τόσο νερό, από πού έρχεται
Καθόταν και παρατηρούσε ώρες το πλατάνι
Μήπως και καταλάβει το φαινόμενο
Ήτανε κι άλλοι εκεί. Τους κοιτούσε
Τον κοιτούσαν που κοιτούσε
Ώσπου κάποιος του μίλησε για νύμφες, για νεράϊδες
Για τις σπηλιές του κάτω κόσμου
Τα βασικά του μύθου
Και τότε άρχισε να καταλαβαίνει
Την κίνηση του νερού
Τα πάνω κάτω του. Τις υπόγειες διαδρομές
Με τον καιρό
Έφτιαξε μια δική του υδρομηχανική
Πολύ αργότερα αναθεώρησε και πάλι
Δεν τα εξηγούσε όλα η θεωρία του
Δεν υπολόγισε την εξάτμιση
Περίπλοκο ισοζύγιο
Σήμερα προσπαθεί
Να εξηγήσει το φαινόμενο επιστημονικά.
Στο καφενείο απέναντι
Τα μεσημέρια







Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

LIMERICK 1


Από ένα σοφό γραμματικό στην πόλη
Άκουγες του κόσμου τη σοφία όλη.
Τον ρώταγες τι έχει αξία στη ζωή;
Και σού’ λεγε βγες έξω απ’ τη γραμμή.
Τώρα πια γέμισε γραμματικούς η πόλη.



Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

ΖΟΥΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ


Οι μάστορες φυλάνε τα εργαλεία τους
Σε μεγάλες πάνινες τσάντες από καραβόπανο
Συνήθεια της συντεχνίας από την εποχή
Των συνεχών μετακινήσεων.
Τίποτα δεν έχω να σου πω. Του λέω.
Σε σχέση μ’ αυτά που βλέπω.
Τα βλέπω για πρώτη φορά.
Βλέπεις, μου λέει, τι κρύβουν στο εσωτερικό τους
Γιατί ρωτάς εμένα, του λέω
Δεν υπάρχει άλλος. Είμαστε οι δυό μας
Γυρίζω το βλέμμα μου αλλού.
Τα ίδια


Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

ΙΦΗΣ ή ΦΥΛΛΟΞΗΡΑ Η ΦΘΟΡΟΠΟΙΟΣ



Για τον Ίφη θα γράψω. Το αποφάσισα. Διαβάζοντας, μέρες τώρα, το λεξικό της ελληνικής μυθολογίας αυτόν ξεχώρισα. Σαν αντιήρωα δηλαδή. Αλλά και άλλους. Τον Αντέρωτα, τον Αρδεία.  Ο Ίφης λοιπόν ερωτεύτηκε την Αναξαρέτη. Κύπρια νέα από το γένος του Τεύκρου. Που σχεδόν ατιμασμένος έφτασε στην Κύπρο και ίδρυσε τη Σαλαμίνα. Ο Ίφης βοσκός από ταπεινή οικογένεια. Το πάθος του για την όμορφη Αναξαρέτη σφοδρό. Μα εκείνη δεν ανταποκρίθηκε. Μάταια ο Ίφης προσπαθούσε. Τίποτα. Ώσπου μια μέρα πήγε μπρος στην πόρτα του σπιτιού της και αυτοκτόνησε. Κρεμάστηκε, αυτοτραυματίστηκε, δεν έχει σημασία. Η Αφροδίτη βλέποντας τη σκληρότητα της Αναξαρέτης τη μεταμόρφωσε σε πέτρα. Δεν ξέρουμε πως αντέδρασε στη περίπτωση του Ίφη ο Αντέρως. Σύντροφος του έρωτα και προσωποποίηση του αμοιβαίου έρωτα. Εμφανίζεται ενίοτε και σαν εκδικητής του περιφρονημένου έρωτα. Μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή ο περιφρονημένος έρωτας. Για τον δικό μας περιφρονημένο έρωτα έχουν γραφτεί πολλά. Ξέρετε. Ν’ αγαπάς και να μην αγαπιέσαι. Εσύ. Τι γίνεται όμως όταν σε αγαπούν και εσύ περιφρονείς. Ή, ακόμη χειρότερα, όταν δεν ξέρεις τίποτα. Και ο έρωτας αυτός διαρκεί χρόνια. Και τυχαία το ανακαλύπτεις μετά από χρόνια. Τρέχεις και ζητάς συγχώρεση από τον Αντέρωτα; Τι κάνεις; Το αφήνεις να περάσει; Προσπαθείς να κερδίσεις το χαμένο χρόνο; Ή δεν κάνεις τίποτα. Και αποδέχεσαι τη νίκη του χρόνου πάνω σου. Μια ώρα αρχύτερα. Ας είναι. Μικρές δόσεις θανάτου είναι οι έρωτες. Κατά μία έννοια. Όταν τελειώνουν. Φτάνουν όμως να σε κάνουν να δεις για λίγο πίσω από το μπερντέ. Το πίσω απ’ το μπερντέ όμως δεν είναι αυτού του κόσμου. Μόνο σκιές μπορείς να δεις. Και κρυμμένες αλήθειες.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

ΥΠΕΡ-ΗΡΩΑΣ


Σκέφτομαι μια ιδέα για ένα αφήγημα. Υπάρχουν εικόνες από όνειρα, που έρχονται και φεύγουν. Εικόνες τόσο οικείες σε μένα. Παράλληλες ζωές που ζω στον ύπνο μου. Σαν καλοστημένα βιντεοπαιχνίδια. Σαν πλάνα από ταινίες. Το νόημα της ζωής είναι πάντα ζητούμενο, ακόμα και στον ύπνο μου. Κυρίως στον ύπνο μου. Νομίζω το νόημα της ζωής οι άνθρωποι το αναζητούν κυρίως στον ύπνο τους. Κάποιοι το βρίσκουν και απλώς πεθαίνουν στον ύπνο τους. Πάντα το αφήνω για αύριο, το νόημα της ζωής. Ωρίμασε ο καιρός νομίζω. Πρέπει να μάθω τι συμβαίνει. Με μένα. Στον ύπνο μου και στον ξύπνιο μου. Η μνήμη μου λειτουργεί καλύτερα τη νύχτα. Γι αυτό γράφω τη νύχτα. Γιατί τα εξωτερικά ερεθίσματα είναι λιγότερα. Το σκηνικό είναι περίπου το ίδιο. Χρόνια τώρα. Νύχτα στο σπίτι. Μια φανταστική ιστορία. Με ήρωες βασανισμένους ανθρώπους. Ταλαιπωρημένους. Είμαι τελικά βασανισμένος άνθρωπος: Μέχρι πρόσφατα θεωρούσα τον εαυτό μου τυχερό. Αυτό που θέλω είναι μια νέα αρχή στη ζωή μου. Ένα νέο ξεκίνημα. Θέλω να γράψω μια ιστορία φανταστική, με ήρωες περίεργους και μέρη παράξενα. Κάτι σαν φυγή. Να μιλήσω για τη ζωή μου με υπονοούμενα, συνθήματα αμφισημίες και σύμβολα Γιατί τελικά όλα είναι κρυμμένα. Είναι ένας τρόπος που έμαθα να σταματάω το χρόνο. Μικρός περνούσα ώρες ατέλειωτες βλέποντας ένα χαλάκι υφαντό που είχε πολύχρωμα σχήματα. Μπορώ να πω αυτή είναι η πιο καθαρή εικόνα της πρώτης μου ηλικίας. Ένα κεφάλαιο θα το αφιερώσω στην υποκειμενική αίσθηση του χρόνου. Θα μιλήσω γι’ αυτό μάλλον υπαινιχτικά.
Ο ήρωάς μου θα είναι ένας εφευρέτης του μέλλοντος. Το μέλλον θα είναι δύσκολο αλλά θα είναι οικείο. Στο μέλλον θα δοθεί μεγαλύτερη σημασία στη λεπτομέρεια και στα μικρά πράγματα. Τότε θα υπάρχει πραγματική οικολογία. Το κουβάρι της ζωής θα είναι πιο μπλεγμένο, πιο μεγάλο. Ο ήρωάς μου θα ζει σαν υπνωτισμένος. Όμως παράλληλα θέλω να είναι χαρισματικός και ιδιοφυής. Θα του αρέσουν τα χρώματα και οι αντίκες. Θα αναφερθώ και στις εικόνες των ονείρων. Ότι θυμάμαι. Στις διαδρομές στην πόλη. Γωνιές δρόμων, μαγαζιά. Στις συμπτώσεις, θα πω γι’ αυτές αργότερα. Τα πρόσωπα. Ένας κόσμος μουσικής. Ο ήρωάς μου μπορεί να είναι μουσικός της τζαζ. Πλανόδιος. Πολύ ωραία λέξη. Θα προσπαθεί, όπως όλοι οι άνθρωποι, να βάλει τάξη στο χάος. Όλοι αυτό κάνουν. Προσπαθούν. Αλλά η ζωή είναι το χάος. Νομίζω τελευταία αρχίζει να αποδεικνύεται και επιστημονικά. Θα γράψω για το κακό που έκανε η εκπαίδευση στη γενιά μου, με πλάγιο τρόπο. Θα προσπαθήσω να τα γράψω όλα. Θα γράψω για τα έπιπλα της δεκαετίας του 70. Τα δανέζικα. Με το ανοιχτό πράσινο ύφασμα και τις ελαφρές καμπύλες. Τα γυναικεία ταγιέρ. Τα συνθετικά πουκάμισα με τους μεγάλους γιακάδες. Κυρίως σε παλ χρώματα. Τις ραπτομηχανές Singer. Τα καταστήματα Bon-Bon. Όλα θα είναι εύκολα στον κόσμο μου. Για μένα. Κυρίως. Αλλά και για τους άλλους. Θα βάλω περιγραφές επιπλοποιείων. Τη μυρωδιά του ξύλου. Ημιυπόγεια εργαστήρια. Κατασκευές επί παραγγελία. Ακόμη περιγραφές καταστημάτων χονδρικής ζαχαρωδών προϊόντων. Ένα τέτοιο βλέπω να υπάρχει ακόμη στην Κατούνη. Ο ήρωάς μου μπορεί να είναι βιομηχανικός designer. Ή αυτόκλητος σωτήρας. Στις ζωές άλλων. Όχι δεν θα είναι παρατηρητής. Ποτέ. Στην πέμπτη δημοτικού ο πατέρας μου με έστειλε αγγλικά και ζήτησε από την καθηγήτρια να είμαι παρατηρητής. Καλά αγγλικά τελικά δεν κατάφερα να μάθω από τότε  μέχρι σήμερα.  Ο ήρωάς μου θα είμαι εγώ. Κατά βάση. Όχι σε όλη την πλοκή. Δεν θα το πω ξεκάθαρα αλλά θα αφήσω να εννοηθεί, αργότερα. Θα σε παιδέψω αναγνώστη. Θα ζει σε ένα διαμέρισμα. Θα γνωρίσει μια γυναίκα σε ένα εστιατόριο. Αυτή θα είναι με μια φίλη της. Κι αυτή θα μένει σε ένα διαμέρισμα. Τις καλύτερες στιγμές με τον πατέρα μου τις πέρασα σε εστιατόρια. Συνήθως οι δυό μας, χωρίς τη μάνα μου. Στο μέλλον οι άνθρωποι θα μένουν σε διαμερίσματα. Μικρότερα από τα σημερινά. Τα σημερινά διαμερίσματα θα έχουν παλιώσει. Δεν θα τα συντηρεί κανένας. Στα κλιμακοστάσια και τους διαδρόμους θα υπάρχουν πολλά καλώδια.
Δεν θα μπω στον πειρασμό να μιλήσω για άλλους ανθρώπους. Συνήθως δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι. Συνήθως είμαστε μόνοι μας. Εγώ προσωπικά έχω περάσει πολύ χρόνο μόνος μου. Τα εσωτερικά των διαμερισμάτων δεν φαίνονται από το δρόμο. Σαν αυτά που βλέπω όταν ενίοτε πηγαίνω για ψυχοθεραπεία. Μιλάνε κι εγώ παρατηρώ τα έπιπλα. Τους πίνακες. Τα χαλιά. Τα βιβλία. Και λέω μέσα μου. Θα ήθελες να ζεις εδώ; Αλλά απάντηση δε δίνω, γιατί πρέπει να απαντήσω σε άλλα ερώτημα. Ποια ήταν η σχέση με τον πατέρα σας; Αναρωτιέμαι πότε ο άνθρωπος σταματάει να απαντάει σε ερωτήματα. Κάθε είδους. Όπως, τι θα φάμε σήμερα. Υπάρχουν και άλλων ειδών ερωτήματα. Υπαρξιακά. Που όλα τελικά κρύβουν το ένα και ουσιαστικό ερώτημα. Όταν θα πεθάνω θα εξαφανιστώ πλήρως; Ο ήρωάς μου δεν θα έχει τέτοια ερωτήματα. Θα έχει τις απαντήσεις. Ο ήρωάς μου θα είναι οπαδός. Οπαδός της παρέας, οπαδός της οικογένειας. Θα μπορεί να πεθάνει γι αυτά. Χωρίς δεύτερη κουβέντα. Και τότε ο Θεός της παρέας και ο Θεός της οικογένειας θα τον ανταμείψουν. Θα του επιτρέψουν να ξαναζήσει. Για δεύτερη φορά. Αλλά αυτός δεν θα το ξέρει. Την δεύτερη φορά. Ότι ζει για δεύτερη φορά. Η μνήμη αυτή θα επανέλθει σταδιακά.
Τώρα θα πάω στην αρχή του κειμένου να το ξαναδώ. Γιατί οι λέξεις, οι προτάσεις είναι σαν τους νευρώνες. Θέλουν συνάψεις. Πρέπει να φροντίσω γι’ αυτό. Αυτό θα τονίσω στο κείμενό μου. Τις συνάψεις. Ότι τα πάντα έχουν τελικά σχέση με τα πάντα. Όσο κι αν αυτό δεν είναι φανερό στην αρχή. Συνήθως το καταλαβαίνεις μετά από χρόνια. Βέβαια πολύ άνθρωποι πεθαίνουν χωρίς να το καταλάβουν. Πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν χωρίς να καταλάβουν πολλά πράγματα. Άλλοι πεθαίνουν χωρίς να καταλάβουν ότι υπάρχουν πολλά πράγματα. Και αφού πάω στην αρχή θα ξαναγυρίσω σ’ αυτό ακριβώς το σημείο. Από δω και πέρα η αφήγηση θα τρέξει. Ο ήρωάς μου θα θυμηθεί άλλη μια εικόνα των παιδικών του χρόνων. Μια συμμαθήτριά του που έμενε σ’ ένα σπίτι με μια αυλή στρωμένη με σπασμένα μάρμαρα. Ο ήρωάς μου θα είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπός. Καθημερινός. Θα πηγαίνει στα Goody’s και θα παραγγέλνει κλαμπ σάντουιτς και δε θα φοβάται. Δεν θα έχει πρόβλημα να τηλεφωνεί σε αγνώστους. Να πει τη γνώμη του. Αυτός θα είναι ο ήρωάς μου. Νομίζω.
Αυτό που τόσην ώρα προσπαθώ τελικά να πω είναι, ότι στον κόσμο του ήρωά μου δεν είναι δυνατόν δύο άνθρωποι να γνωριστούν μικροί, παίζοντας ανέμελοι στα χωράφια ή σε κάποιο παιδότοπο, να ερωτευθούν, να παντρευτούν και να γεράσουν μαζί. Δεν γίνεται έτσι. Φανταστικές ιστορίες εγώ δε γράφω.

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Film Festival


Έχω ένα παράθυρο 
Μια μηχανή που με γυρίζει πίσω
Συρμός πάνω σε ράγες ο νους
Προορισμός το παρελθόν
Ένα δύο τρία 
Έχω ένα χαλί κάτω από τα πόδια μου. Ακόμα
Έχω ένα βιβλίο με χίλιες εικόνες
Έχω έναν καθρέφτη απέναντί μου
Κι όμως. Το πρόβλημα δε σταματάει εδώ
Τα πράγματα που μ’ έφεραν εδώ δεν σταματούν
Να περιστρέφονται και να ζητούν
Μια άλλη οπτική
Δικαιωμά τους
Λέω να μην γυρίσω στο σπίτι μου απόψε
Μπλόκαρε η μνήμη της μηχανής
Ασύνδετα γεγονότα
Δείτε και μόνοι σας
Θα καταλάβετε







Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

ΦΥΣΑΡΜΌΝΙΚΑ - (έξι περιπτώσεις ανθρώπων)

Σκέφτομαι, τι σημασία έχουν τα λόγια των ανθρώπων. Αυτά που λέγονται. Γιατί τις περισσότερες φορές τα λόγια δε λέγονται. Εννοούνται. Κρύβονται. Οι πράξεις, αυτές μάλλον συμβαίνουν ευκολότερα. Νόημα έχουν και τα λόγια και οι πράξεις. Διαφορετικό κατά περίπτωση. Και βάρος. Ανάλογα. 

Τελευταία είδα πάλι το Νώντα. Να ποδηλατεί αγκομαχώντας στο Βαρδάρι. Για τον Νώντα θα πω. Στην αρχή. Τον ποδηλάτη, που τον βλέπω τα τελευταία είκοσι χρόνια στην Τσιμισκή το πρωί να πηγαίνει δυτικά με το ποδήλατό του. Πως ήταν νέος, δηλαδή πολύ νέος και τώρα σκλήρυνε η όψη του. Δεν ξέρω τίποτα άλλο γι’ αυτόν. Μόνο το όνομά του. Πού πηγαίνει κάθε πρωί; Τίποτα. Θα μπορούσε άραγε κανείς να γράψει κάτι ενδιαφέρον για τον Νώντα; Δεν ξέρω. Έχει οικογένεια, παιδιά, υποχρεώσεις. 

Ήξερα και έναν άλλο Νώντα. Πάλι μόνο ακουστά είχα γι’ αυτόν. Έπαιζε στους Blues Wire. Ή μήπως ήταν ο γενικών καθηκόντων; Δε θυμάμαι. Οι Blues Wire μου θυμίζουν το Κορδελιό. Στις αρχές της δεκαετίας του 80. Είχα συμμαθητές που έμεναν εκεί. Για ένα διάστημα πήγαινα πολύ συχνά εκεί. Αργότερα συνήθιζα να πηγαίνω στην Επτάλοφο. Ήταν σχετικά κοντά στο σπίτι μου και πήγαινα με τα πόδια, περνώντας πάνω από τις γραμμές του τρένου. Στη σιδερένια γέφυρα. Περπατούσα πολύ τότε. Αργότερα αγόρασα αυτοκίνητο και μείωσα πολύ το περπάτημα. Πριν φτάσω στο αυτοκίνητο για περίπου δέκα χρόνια κυκλοφορούσα στην πόλη με ποδήλατο. Τσιμισκή και Εγνατία κυρίως. Τώρα που το σκέφτομαι ήμουν τυχερός που δεν χτύπησα ποτέ. Εκείνο το ποδήλατο σκουριάζει τώρα σε μια αποθήκη στο πατρικό μου. Προχωρώ. 

Η ιστορία με τον Τάκη. Τον ξάδερφό μου, είναι κάτι σαν οικογενειακό ανέκδοτο. Με την ευρεία έννοια της οικογένειας. Ο Τάκης, λίγο μετά τα εξήντα σήμερα, όταν ήταν μικρός εντυπωσιάστηκε με την δουλειά του καντηλανάφτη στο χωριό. Δήλωνε σε όλους ότι όταν θα μεγάλωνε θα γινόταν κι αυτός καντηλανάφτης. Τα χρόνια πέρασαν και ο Τάκης πήγε φαντάρος. Εκεί, στο στρατόπεδο που υπηρετούσε, του πρότειναν να φροντίζει το μικρό ναό και θα γλίτωνε από τα υπόλοιπα. Όμως μέσα στ’ άλλα έπρεπε να κάνει και τον καντηλανάφτη. Ο Τάκης το σκέφτηκε και δεν δέχτηκε. Το θεώρησε κακό. Έκανε καλά όμως; Δεν ξέρω. Μάλλον κι αυτός θα αναρωτιέται σήμερα σαράντα και χρόνια μετά. Θέλω να πω, πώς θα ήταν η ζωή του Τάκη αν τελικά δεχόταν τη θέση του καντηλανάφτη; Γιατί ο Τάκης τελικά έγινε άνθρωπος της εκκλησίας. Δεν τα πήγαινε καλά με τον πατέρα του. Από πολύ μικρός ήρθε σε ρήξη μαζί του. Δύσκολος άνθρωπος ο πατέρας του. Έμαθα ότι στην Αλβανία το 40 σκότωσε πολλούς Ιταλούς. Χασάπης ήταν το επάγγελμά του. Πριν και μετά τον πόλεμο. Με τον πατέρα του δεν τα πήγαινε καλά κι ο Ηλίας. Παιδικός μου φίλος. Τις προάλλες με βρήκε ο πατέρας του στο δρόμο. Καμιά δουλειά για τον Ηλία. Τα βρόντηξε στο εργοστάσιο. Ναι, θα το κοιτάξω. Κι έφυγα. Τι να του πω; Φταις εσύ για το γιο σου;

Μου κάνει εντύπωση όταν κάποιοι, που τους γνωρίζω καιρό, δεν μνημονεύουν ποτέ τα αδέρφια τους. Μπορεί να σου λένε χίλια δυο για διάφορους. Κοινούς γνωστούς, άλλους συγγενείς. Αυτό συμβαίνει και με τον κύριο Πάνο. Δε μιλάει για τον αδερφό του ποτέ. Αναμενόμενο για πολλούς λόγους. Μπορεί να λέει χίλιες δυο άλλες μπαρούφες αλλά για τον αδερφό του, τίποτα.

Ήρθε τις προάλλες να με βρει στη δουλειά ο Αντωνάκης. Το υποκοριστικό του έμεινε από παλιά όταν δουλεύαμε μαζί για μερικά χρόνια. Μάλλον επειδή δεν του κόβει και πολύ τελικά. Ζήτησε τη γνώμη μου για διάφορα. 
- Η αδερφή μου τη φοβάται τη μάνα μας, μου είπε. Την αδερφή του τη θυμάμαι αμυδρά. Είχαμε συναντηθεί μια δυο φορές πριν είκοσι χρόνια περίπου.
- Την είχε βάλει παλιά δύο μήνες σε ψυχιατρική κλινική. Γι’ αυτό τη φοβάται. Μήπως περάσει τα ίδια. Η αδερφή μου βλέπει φαντάσματα το βράδυ και δεν μπορεί να κοιμηθεί μόνη της.

Άλλη περίπτωση. Το Μάκη τον ξέρω από παλιά. Για σχεδόν τέσσερα χρόνια κάναμε συχνά παρέα. Σχεδόν κάθε μέρα. Κολλητός. Ο Μάκης από τότε ήταν πολύ χοντρός και κάπνιζε υπερβολικά. Τυχαία συνάντησα επαγγελματικά κάποιον, που πάνω στην κουβέντα έμαθα πως είναι θείος του.
- Τι κάνει ο Μάκης; τον ρωτάω, έχω δέκα χρόνια να τον δω.
- Καλά είναι, μου λέει.
- Ακόμα καπνίζει σα φουγάρο;
- Ακόμα.
- Να του πεις να το κόψει. Θα πεθάνει πριν την ώρα του, του λέω.
- Έχει βάσανα ο Μάκης, πού να το κόψει.
- Δηλαδή;
- Καλά δεν ξέρεις;
- Τι να ξέρω;
- Ο Μάκης σκότωσε τον πατέρα του, όταν ήταν δώδεκα χρονών.
- Πώς δηλαδή;
- Ο πατέρας του κυνηγούσε και όταν ο Μάκης έγινε δώδεκα τον πήγε στο βουνό να του δείξει τα κόλπα. Πώς λειτουργεί η καραμπίνα και άλλα. 

Εκείνη τη μέρα λοιπόν ο Μάκης σκότωσε τον πατέρα του. 
Ατύχημα. Έτσι έμαθα την αλήθεια για το Μάκη.